Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

Η εγκληματική πράξη της Ιουλιέτας



Η Αντιγόνη δεν αποτελεί το μόνο πρότυπο επαναστατικής πράξης που προβάλει ο Ζίζεκ. Η Ιουλιέτα (Ζυλιέτ) του μαρκήσιου ντε Σαντ αποτελεί κατά τον Ζίζεκ ένα ακόμη παράδειγμα ριζικής πράξης. Η Ιουλιέτα (1779-1801) αποτελεί ένα βιβλίο περίπου 1200 σελίδων όπου απαριθμούνται από την ηρωίδα , Ιουλιέτα , οι περιπέτειες και τα εγκλήματά της. Η Ιουλιέτα αποτελεί  το αντίθετο της αδελφής της Ιουστίνης (Ζυστίν) όπως και η Αντιγόνη το αντίθετο της αδελφής της, Ισμήνης. Η Ιουστίνη (¨Ή τα βάσανα της αρετής) και η Ιουλιέτα (Ή η ευημερία της διαστροφής) είναι έργα επηρεασμένα από τα φιλοσοφικά μυθιστορήματα του Βολταίρου. Ο Σαντ αναπαράγει ιδέες του υλισμού και αθεϊσμού έτσι όπως διατυπώθηκαν από τους La Metrie, Holbach και άλλους συχνά μάλιστα υποπίπτοντας σε λογοκλοπή. Η Ιουστίνη και η Ιουλιέτα περιέχουν σκηνές βίας και διστροφικού σεξ που διακόπτονται από διαλέξεις και κηρύγματα των σαδικών ηρώων σχετικά με την ηδονή, την ηθική, το θεό, τη φύση,το έγκλημα, την ύλη.
Ας συνοψίσουμε το περιεχόμενό τους επικεντρώνοντας στη σαδική Ιουλιέτα  Η Ιουστίνη είναι μια νέα και αγνή και αδιάφθορη κοπέλα που ωστόσο βασανίζεται συνεχώς από διεφθαρμένους και βίαιους ανθρώπους. Για αυτό το λόγο ο Σαντ δίνει και υπότιτλο στην Ιουστίνη Τα βάσανα της αρετής. Η Ιουλιέτα σε αντίθεση με την αδελφή της είναι πλήρως διεφθαρμένη και έχει εγκληματική φύση. Παρόλα αυτά τα εγκλήματά της πάντα της αποφέρουν πλούτη και τιμή χωρίς καμία συνέπεια. Η Ιουλιέτα περιλαμβάνει μια σωρεία σεξουαλικών διαστροφών όπως ο φετιχισμός, η επιδειξιομανία, η ηδονοβλεψία, ο μαζοχισμός, ο σαδισμός, η παιδοφιλία, η κτηνοβασία και η νεκροφιλία. Παρακάτω ακολουθούν τα βασικά σημεία της ιστορίας της Ιουλιέτας. Η Ιουλιέτα έμεινε ορφανή και κατέληξε σε ένα μοναστήρι όπου την διέφθειρε μια μοναχή. Όταν την έδιωξαν από το μοναστήρι κατέληξε σε ένα μπουρδέλο. Εκεί γνώρισε άτομα της υψηλής κοινωνίας όπως τον υπουργό Σαιν Φοντ και το «τσιράκι» του την λεσβία Κλερβίλ η οποία επιδιώκει να σκοτώσει όσο πιο πολλούς άντρες μπορεί. Η Ιουλιέτα παντρεύεται και στη συνέχεια δολοφονεί τον κόμη Lorsange υφαρπάζοντας τον τίτλο και τα χρήματά του. Ωστόσο εξαγριώνει τον Σαιν Φοντ επειδή αρνείται να συμμετέχει στο σχέδιό του που περιλάμβανε την εξολόθρευση όλων των φτωχών της Γαλλίας. Φοβούμενη για τη ζωή της διαφεύγει στην Ιταλία. Στην Ιταλία συναντά μια πλειάδα λιμπερτίνων μεταξύ των οποίων και τον Ρώσο γίγαντα Μινσκ που ήταν κανίβαλος. Επίσης γνωρίζει τον πάπα Πίο VI που τη σαγηνεύει με τα κηρύγματά του σχετικά με τον αθεϊστικό υλισμό του. Η Ιουλιέτα τον τυφλώνει και τον ληστεύει για ανταπόδοση. Επίσης διαπράττει ένα πλήθος εγκλημάτων που όλα της επιφέρουν κέρδη χωρίς να τιμωρείται για αυτά.
Όπως υποστηρίξαμε παραπάνω πρότυπο της αναλυτικής πράξης είναι η αυτοκτονία και το έγκλημα. Η αυτοκτονία αναφέρεται στην υποκειμενική καθαίρεση, στην έκπτωση του υποκειμένου, στην διάλυσή του. Βέβαια ο θάνατος του υποκειμένου σημαίνει ταυτόχρονα και την αναγέννησή του, μέσω της ριζικής αλλαγής του.
Η αυτοκτονική πράξη της Αντιγόνης αναφέρεται σε αυτόν τον συμβολικό θάνατο του υποκειμένου. Αντιθέτως η εγκληματική πράξη της Ιουλιέτας αναφέρεται στην καταστροφή της συμβολικής τάξης, στην πλήρη αποσύνθεσή της ώστε να είναι δυνατή η νέα δημιουργία. Έτσι στην Αντιγόνη η έμφαση δίνεται στο θάνατο και την αναγέννηση του υποκειμένου ενώ στην πράξη της Ιουλιέτας ο καταστροφή  και η αναδημιουργία της συμβολικής τάξης. Η πρώτη αναφορά του Λακάν στο έγκλημα γίνεται στην Ηθική της ψυχανάλυσης όταν σχολιάζει τον Σαντ. Σύμφωνα με τον Λακάν, ο Σαντ υποστηρίζει ότι μέσα από το έγκλημα ο άνθρωπος συμπράττει στις νέες δημιουργίες της φύσης (Keenan,2005:115). Το έγκλημα ως παραβίαση και καταστροφή  είναι αναγκαίο για τη δημιουργία επειδή η καθαρή μορφή της φύσης παρεμποδίζεται από τις ίδιες τις μορφές της. Ο Λακάν κατά την ανάγνωση του σαδικού έργου έχει επηρεαστεί πολύ από την ανάλυση του Μπατάιγ και του Κλοσσόφσκι που τονίζουν το στοιχείο της παραβίασης και της βίας. Ο Ζίζεκ θα μείνει πιστός σε αυτή την γραμμή ανάλυσης όπου όμως η παράβαση δεν σημαίνει μια διαρκής επαναεπικύρωση του νόμου αλλά πλήρη ανατροπή και επανεγγραφή του.
Η Ιουλιέτα αποτελεί και αυτή ενσάρκωση της ενόρμησης θανάτου. Οι πράξεις της χαρακτηρίζονται από απάθεια, από την έλλειψη ευχαρίστησης. Η απάθεια με την οποία εκτελεί τα εγκλήματά της αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της βεβαιότητας ότι κινείται πέραν της αρχής της ευχαρίστησης.  Η ηθικότητα της πράξης στηρίζεται στο ότι κινείται αποκλειστικά στα όρια της jouissance, αποτελεί μια πράξη αυτοσκοπό.  Η απάθεια πραγματώνει τη δυνατότητα απόλαυσης, ενσαρκώνει το ιδεώδες της ελευθερίας. Η απάθεια τίθεται στην υπηρεσία της jouissance του εκτελεστή. Η απάθεια δεν αποκτιέται αμέσως αλλά μέσα από την συχνή επανάληψη, την άσκηση όπως την ονομάζει ο Σαντ. Η επανάληψη αποτελεί το χαρακτηριστικό της ενόρμησης  θανάτου, πρόκειται για επανάληψη της  αποτυχίας της ενόρμησης να κατακτήσει τον αδύνατο στόχο της. Η απαθής επανάληψη στοχεύει στην εξάλειψη της ηθικής συνείδησης δηλαδή στην καταστροφή μιας ηθικής του Αγαθού. Η απαθής επανάληψη έχει ως αποτέλεσμα την ηδονική αναλγησία. Τέλος η απαθής επανάληψη οδηγεί στην έξοδο του υποκειμένου από τον εαυτό του-από τη συνείδηση- δηλαδή την τερατωδία όπως σημειώνει ο Κλοσσόφσκι στο έργο του  Ο ανοσιουργός φιλόσοφος. Για το σημείο και τη διαστροφή στο Sade. Το υποκείμενο της πράξης είναι το υποκείμενο της ενόρμησης, ανήκει στην περιοχή του τερατώδους όπως τερατώδεις είναι οι πράξεις της Ιουλιέτας και της Αντιγόνης.
Η απάθεια της Ιουλιέτας δεν είναι το μόνο ενδεικτικό στοιχείο ότι ενσαρκώνει την ενόρμηση θανάτου.Διαβάζοντας κανείς τις τερατώδεις πράξεις της Ιουλιέτας δεν διεγείρεται σεξουαλικά, δεν νιώθει σεξουαλική ευχαρίστηση. Όπως όλες οι σαδικές περιγραφές, οι πράξεις της Ιουλιέτας χαρακτηρίζονται από ακραίες υπερβολές που δημιουργούν στον αναγνώστη συναισθήματα αηδίας και απώθησης. Δεν δίνουν τη δυνατότητα στον αναγνώστη να ταυτιστεί με τους σαδικούς ήρωες. Ο Ζίζεκ υποστηρίζει ότι η αδυναμία ταύτισης του αναγνώστη με τις σαδικές περιγραφές αποτελεί έκφραση της καντιανής καθαρότητας του Σαντ (Ζίζεκ, 2006:210). Το σαδικό κείμενο υπάγεται στην αρχή πέραν της ευχαρίστησης, απευθύνεται σε ένα μη "παθολογικό" υποκείμενο με την καντιανή έννοια, σε ένα υποκείμενο που δεν πράττει με βάση τα πάθη, τους φόβους και τα συναισθήματά του.  Έτσι η Ιουλιέτα αποτελεί ένα μη «παθολογικό» υποκείμενο με την αυστηρά καντιανή έννοια.
Η σαδική Ιουλιέτα αποτελεί όπως και η Αντιγόνη ένα παράδειγμα καθαρού υποκειμένου της ενόρμησης όπου τα ανθρώπινα στοιχεία έχουν απαλειφτεί. Ο Ζίζεκ σημειώνει χαρακτηριστικά ότι το πρόβλημα είναι ότι είμαστε υπερβολικά ανθρώπινοι, ο Χίτλερ ήταν ανθρώπινος, υπερβολικά ανθρώπινος. Η πράξη έχει τερατώδη χαρακτήρα. Ο Αλτουσσέρ αποτέλεσε το παράδειγμα ενός θεωρητικού αντι- ανθρωπισμού ενώ ο Λακάν υπήρξε ριζοσπαστικότερος υποστηρίζοντας έναν πρακτικό αντι- ανθρωπισμό. Η Αντιγόνη και η Ιουλιέτα αντιστοιχούν στο μη ανθρώπινο με χαρακτηριστικό τους, την επιμονή στην καθαρή επιθυμία τους, μια επιθυμία θανάτου.
Το να ακολουθείς την ενόρμηση θανάτου δεν σημαίνει κατά τον Ζίζεκ μόνο  το να πεθαίνεις για την επιθυμία σου, να αφανίζεσαι ως υποκείμενο της συμβολικής τάξης . Πολύ περισσότερο σημαίνει ότι λειτουργείς σαν την Ιουλιέτα, ξεκινάς τις εκκαθαρίσεις χωρίς κανέναν ανθρώπινο οίκτο (με απάθεια), εκτελώντας το επαναστατικό καθήκον σου όπως οφείλεις ακόμη και αν αυτό σημαίνει τον θάνατό σου. Η πράξη ενέχει την καταστροφή του συμβολικού, εκτός από το θάνατο του υποκειμένου. Ο Ζίζεκ σκοπεύει σε μια ηθική όπου το επαναστατικό υποκείμενο μεταβαίνει από την κατάσταση υποταγής στον νόμο (θύμα όπως η Ισμήνη και η Ιουστίνη) στην κατάσταση του θύτη.
Η σύνδεση της εγκληματικής Ιουλιέτας με την επαναστική τρομοκρατία είναι προφανής μέσα στο έργο του Ζίζεκ. Η Ιουλιέτα αποτελεί έκφραση της θεϊκής βίας του Μπένγιαμιν. Η θεϊκή βία αναφέρεται στην επαναστατική τρομοκρατία του 1792-94 αλλά και στην κόκκινη τρομοκρατία του 1919 όπως αναφέρει ο Ζίζεκ (2008:15) στην εισαγωγή του έργου Αρετή και Τρομοκρατία του Ροβεσπιέρου. Ο Ζίζεκ υποστηρίζει ότι η Αριστερά πρέπει να αποδεχτεί το τρομοκρατικό της παρελθόν ως δικό της παρελθόν ασκώντας παράλληλα κριτική σε αυτό. Το καθήκον της σύγχρονης Αριστεράς είναι να επινοήσει εκ νέου τη χειραφετητική τρομοκρατία. Η χειραφετητική τρομοκρατία πρέπει να στηριχθεί σε ένα πρακτικό αντι-ανθρωπισμό (σε αντίθεση με τον Αλτουσέρ που επέμενε σε ένα θεωρητικό αντι-ανθρωπισμό) (Ζίζεκ,2008:22).