O βορρόμειος κόμβος. Με Σ
σημειώνεται το σύνθωμα (sinthome)
Το τέλος της ανάλυσης ορίστηκε με αρκετούς και διαφορετικούς
τρόπους μέσα από τη λακανική διδασκαλία (Μιλλέρ,2007:219). Αρχικά ως τέλος της
ανάλυσης ορίστηκε η υπέρβαση του συμπτώματος μέσω της ερμηνείας του. Αργότερα
ως τέλος της ανάλυσης τέθηκε η έκπτωση της φαντασιακής ταύτισης και της
συμβολικής (φαλλικής) ταύτισης. Στην συνέχεια το τέλος της ανάλυσης ορίστηκε με
βάση την υπέρβαση της φαντασίωσης. Στην τελευταία επεξεργασία της λακανικής
διδασκαλίας, το τέλος της ανάλυσης ορίζεται με βάση το σύμπτωμα που εμμένει.
Στη συνέχεια θα εξηγήσουμε γιατί ο Λακάν πέρασε από τον ορισμό του τέλους της ανάλυσης
με την διέλευση της φαντασίωσης , στον ορισμό της ως ταύτισης με το σύμπτωμα ή
σύνθωμα (sinthome).
Η διέλευση της φαντασίωσης ισοδυναμεί με την αποεπένδυση της
φαντασίωσης από την jouissance. Ωστόσο τίθεται το ερώτημα τι γίνεται αυτή η
jouissance εφόσον
σύμφωνα με τον Φρόυντ η libido είναι μια σταθερή ποσότητα και δεν είναι δυνατή η έκπτωσή της. Έτσι το
ερώτημα που τίθεται είναι που επαναεπενδύεται η jouissance μετά τη διέλευση της φαντασίωσης
και το πέρας της ανάλυσης (Μιλλέρ,2007:219). Επίσης ένα άλλο σημαντικό ερώτημα
που ανακύπτει είναι τι γίνεται με το υποκείμενο που ενώ έχει διέλθει της
φαντασίωσής του, το βασικό του σύμπτωμα εμμένει. Για να απαντηθούν αυτά τα
ερώτηματα ο Lacan δημιουργεί
τη διαδικασία του περάσματος (passé) δηλαδή την μαρτυρία του υποκειμένου σχετικά με το πώς βιώνει
την ενόρμηση μετά την διέλευση της φαντασίωσης και πως διαχειρίζεται το βασικό
του σύμπτωμα, που εμμένει . Ο Λακάν στις τελευταίες σελίδες του Σεμιναρίου XI υποστηρίζει
ότι πέραν της φαντασίωσης δεν υπάρχει παρά η ορμή του θανάτου γύρω από ένα sinthome.
Έτσι η διέλευση της φαντασίωσης είναι συνεπώς αυστηρά σύστοιχη
προς την ταύτιση με ένα sinthome (Ζίζεκ,2006:209). Το υποκείμενο ταυτίζεται
με μη αναστρέψιμο τρόπο με το sinthome, «παραδίδεται» σε αυτό, επανακαταλαμβάνει
την θέση που «ήταν» (Zizek,1998:166). Έτσι πρέπει να ερμηνευτεί η φροϋδική προτροπή Wo es war, soll ich werden δηλαδή εσύ το υποκείμενο οφείλεις
να ταυτιστείς με τη θέση όπου ήταν το σύμπτωμά σου (Ζίζεκ,2006:136). Το sinthome δίνει στο
υποκείμενο την ελάχιστη συνεκτικότητα. Το υποκείμενο ταυτιζόμενο με το sinthome είναι κάτι
παρά τίποτα, γεγονός που θα τον οδηγούσε στην τρέλα και την κατάρρευση (Zizek,1998:40) .Το
νέο υποκείμενο που παράγεται μέσα από την ταύτιση με το sinthome δεν είναι
ένας αυθεντικός εαυτός, ένα αυθεντικό υποκείμενο που αναδύεται μέσα από την
διέλευση της φαντασίωσης. Το υποκείμενο ποτέ δεν υπήρξε αυθεντικό για να
αποκαλυφθεί ως τέτοιο.
Ταύτιση με το σύμπτωμα όπως
εξηγεί ο Ζίζεκ στο νέο του βιβλίο Less than nothing (2012)
σημαίνει ότι «το υποκείμενο συνειδητοποιεί το σύνθωμά του, μαθαίνει πώς να το
χρησιμοποιεί και να το αντιμετωπίζει αντί να το αφήνει να τον καθορίζει πίσω
από την πλάτη του» (Zizek,693:2012). Μέσα από την ταύτιση με το σύμπτωμα μπορεί κανείς να
φτάσει στο σημείο «να θέλει αυτό που επιθυμεί και να επιθυμεί αυτό που θέλει». «Στο
τέλος της ανάλυσης o αναλυόμενος ταυτίζεται με το ανίατο: όχι μόνο βρίσκει κανείς τον
εαυτό του σε αυτό αλλά μαθαίνει πώς να το χρησιμοποεί. Το υποκείμενο δεν
ανάγεται σε μια ιδιωτική/αυτιστική απόλαυση αλλά συνεχίζει να μιλά, όμως η
ομιλία του λειτουργεί ως ένα παιχνίδι με προσποιητά,ως ένα κενό μπλα- μπλα-
μπλα που γεννά απόλαυση. Αυτό θα μπορούσε να αποτελεί την λακανική εκδοχή του eppur si muove (κι όμως κινείται). Ακόμη και
όταν έχουμε διακρίνει μέσα από τα συμβολικά και φανταστικά προσποιητά, το
παιχνίδι συνεχίζεται κάτω από την αμφίεση της κυκλοφορίας της jouis-sens και το υποκείμενο
δεν διαλύεται στην ψυχωτική άβυσσο» (Zizek,693:2012).
Το sinthome είναι ένας νεολογισμός του Lacan που
συνειρμικά συνδέεται με το σύμπτωμα, τον συνθετικό- τεχνητό άνθρωπο, τον άγιο,
τον άγιο Θωμά. Το sinthome μπορεί να διαβαστεί και ως synth- home με την έννοια μιας τεχνητής
κατασκευής του εαυτού. Το σύνθωμα είναι μια σύνθεση γλώσσας και απόλαυσης,
είναι μονάδα συμβόλου εμποτισμένου με απόλαυση όπως για παράδειγμα ένα τικ που επαναλαμβάνουμε
καταναγκαστικά. Ο Λακάν το αποκαλεί jouis-sens δηλαδή απόλαυση σε νόημα
(Ζίζεκ,2006:135). Με την έννοια του sinthome άρεται η
αντίθεση μεταξύ σημαίνοντος και απόλαυσης από τον Λακάν, πρόκειται για την
παραδοχή της συνύπαρξής τους, της αλληλεπιχώρησής τους. Το σύμπτωμα σχετίζεται
με ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα διαλύεται μέσω της ερμηνείας, ενώ το sinthome είναι μια
κηλίδα που σχετίζεται με την μη ύπαρξη του υποκειμένου (Zizek,1998:40)
και δεν διαλύεται από την ερμηνεία. Το σύμπτωμα σε αντίθεση με τη φαντασίωση
δεν υπερβαίνεται. Με το σύμπτωμα πρέπει να ταιριάξουμε, να τα βρούμε μαζί του
(Μιλλέρ,2007:219).
Το sinthome λειτουργεί ως Όνομα του Πατέρα,
ως ο τέταρτος κρίκος στον βορρόμειο κόμβο, ο οποίος συνδέει το Φανταστικό,
Συμβολικό και Πραγματικό. Τη λειτουργία του sinthome, ο Λακάν τη διαπραγματεύεται στο
Σεμινάριο ΧΧΙΙΙ. Σε αυτό υποστηρίζει ότι
το λογοτεχνικό έργο του Τζέιμς Τζόυς (James Joyce) αποτελεί
το σύνθωμά του, το οποίο επιτελεί την
πατρική λειτουργία υποκαθιστώντας το
ελλείπον Όνομα του πατέρα. Έτσι ο Τζόυς καταφέρνει να αποφύγει την ψύχωση
εφόσον το σύνθωμα συγκρατεί τους υπόλοιπους κρίκους του βορρόμειου κόμβου. Το
Όνομα του πατέρα σε αυτό το σημείο της
λακανικής διδασκαλίας χάνει την προτεραιότητά του, υποπίπτει σε σύμπτωμα. Το
σύνθωμα του Τζόυς, ονομάστηκε από το Λακάν ως νέο εγώ χωρίς όμως να ταυτίζεται
με το φαντασιακό εγώ. H διάλυση του συνθώματος θα σήμαινε ότι το υποκείμενο θα οδηγούνταν
στην ψυχωτική άβυσσο μέσα από την πλήρη διάλυση του βορρόμειου κόμβου.
Το σύνθωμα έχει σημαντικές προεκτάσεις και στο πεδίο της πολιτικής οι οποίες αναλύονται εν συντομία στο βιβλίο του Ζίζεκ Less than nothing σ. 694-695. Ο Μιλέρ δίνει μεγάλη έμφαση στην ταύτιση με το σύνθωμα ενώ ο Ζίζεκ στην διαδικασία διέλευσης της φαντασίωσης, στην πράξη που διαταρράσει την συμβολική τάξη. Ο Ζίζεκ επικρίνει την θέση του ΜΙλέρ. Ο Μιλέρ «επιμένει στην μοναδικότητα της απόλαυσης του κάθε υποκειμένου. Η ψυχανάλυση αποκαλύπτει τα κοινωνικά ιδεώδη που έχουν χαρακτήρα προσποιητού σε σχέση με το πραγματικό της απόλαυσης. Αυτή είναι η κυνική στάση η οποία στηρίζεται στο ότι η απόλαυση είναι το μόνο πράγμα που είναι αληθινό». Έτσι σύμφωνα με τον Ζίζεκ η κυνική στάση υποβάλει στο υποκείμενο να εμπλέκεται στο πολιτικό πεδίο. Η δράση του είναι τέτοια ώστε τα προσποιητά να μένουν στην θέση τους και τα υποκείμενα της ψυχανάλυσης δεν τα αντιλαμβάνονται ως πραγματικά. Ο καθένας πρέπει να αφεθεί να κοροϊδευτεί από τα προσποιητά. Ο είρωνας δεν έχει πολιτικό σχέδιο παρά περιμένει τους άλλους να μιλήσουν πρώτα και μετά φέρνει την πτώση του όσο πιο γρήγορα είναι δυνατό. Ο Μιλέρ στηρίζει μια κυνική-ηδονιστική θέση που αναγνωρίζει την αναγκαιότητα του προσποιητού. Κάποιος πρέπει να κρατά μια απόσταση από τα προσποιητά, να συνειδητοποιεί ότι είναι προσποιητά και ότι το μόνο Πραγματικό είναι η σωματική jouissance. Όπως υποστηρίζει ο Ζϊζεκ κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατό μόνο σε μια κομμουνιστική κοινωνία. Η jouissance όπως υποστηρίζει ο Λακάν στο σεμονάριο XX δεν τίποτε άλλο από ένα αναδιπλασιασμένο προσποιητό, ένα προσποιητό μέσα σε ένα προσποιητό. Η jouissance δεν υπάρχει καθεαυτή, είναι παράγωγο της συμβολικής τάξης, των εμμενών ανταγωνισμών και ασυνεπειών της. Ο Ζίζεκ θεωρεί ότι δεν πρέπει να λαμβάνουμε τα προσποιητά ως πραγματικά αλλά ακριβώς το αντίθετο το να ουσιοποιήσουμε το Πραγματικό και να μειώσουμε το συμβολικό σε ένα απλό μίγμα προσποιητών.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιόρθωση: Έτσι σύμφωνα με τον Ζίζεκ η κυνική στάση υποβάλει στο υποκείμενο να μην εμπλέκεται στο πολιτικό πεδίο.
ΑπάντησηΔιαγραφή