Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Το sinthome (σύνθωμα)


                                                       
                                      O βορρόμειος κόμβος. Με Σ σημειώνεται το σύνθωμα (sinthome)


Το τέλος της ανάλυσης ορίστηκε με αρκετούς και διαφορετικούς τρόπους μέσα από τη λακανική διδασκαλία (Μιλλέρ,2007:219). Αρχικά ως τέλος της ανάλυσης ορίστηκε η υπέρβαση του συμπτώματος μέσω της ερμηνείας του. Αργότερα ως τέλος της ανάλυσης τέθηκε η έκπτωση της φαντασιακής ταύτισης και της συμβολικής (φαλλικής) ταύτισης. Στην συνέχεια το τέλος της ανάλυσης ορίστηκε με βάση την υπέρβαση της φαντασίωσης. Στην τελευταία επεξεργασία της λακανικής διδασκαλίας, το τέλος της ανάλυσης ορίζεται με βάση το σύμπτωμα που εμμένει. Στη συνέχεια θα εξηγήσουμε γιατί ο Λακάν πέρασε από τον ορισμό του τέλους της ανάλυσης με την διέλευση της φαντασίωσης , στον ορισμό της ως ταύτισης με το σύμπτωμα ή σύνθωμα (sinthome).
Η διέλευση της φαντασίωσης ισοδυναμεί με την αποεπένδυση της φαντασίωσης από την jouissance. Ωστόσο τίθεται το ερώτημα τι γίνεται αυτή η jouissance εφόσον σύμφωνα με τον Φρόυντ η libido είναι μια σταθερή ποσότητα και  δεν είναι δυνατή η έκπτωσή της. Έτσι το ερώτημα που τίθεται είναι που επαναεπενδύεται η jouissance μετά τη διέλευση της φαντασίωσης και το πέρας της ανάλυσης (Μιλλέρ,2007:219). Επίσης ένα άλλο σημαντικό ερώτημα που ανακύπτει είναι τι γίνεται με το υποκείμενο που ενώ έχει διέλθει της φαντασίωσής του, το βασικό του σύμπτωμα εμμένει. Για να απαντηθούν αυτά τα ερώτηματα ο Lacan δημιουργεί τη διαδικασία του περάσματος (passé) δηλαδή την μαρτυρία του υποκειμένου σχετικά με το πώς βιώνει την ενόρμηση μετά την διέλευση της φαντασίωσης και πως διαχειρίζεται το βασικό του σύμπτωμα, που εμμένει .  Ο Λακάν  στις τελευταίες σελίδες του Σεμιναρίου XI υποστηρίζει ότι πέραν της φαντασίωσης δεν υπάρχει παρά η ορμή του θανάτου γύρω από ένα sinthome.
Έτσι η διέλευση της φαντασίωσης είναι συνεπώς αυστηρά σύστοιχη προς την ταύτιση με ένα sinthome (Ζίζεκ,2006:209). Το υποκείμενο ταυτίζεται με μη αναστρέψιμο τρόπο με το sinthome, «παραδίδεται» σε αυτό, επανακαταλαμβάνει την θέση που «ήταν» (Zizek,1998:166). Έτσι πρέπει να ερμηνευτεί η φροϋδική προτροπή Wo es war, soll ich werden δηλαδή εσύ το υποκείμενο οφείλεις να ταυτιστείς με τη θέση όπου ήταν το σύμπτωμά σου (Ζίζεκ,2006:136). Το sinthome δίνει στο υποκείμενο την ελάχιστη συνεκτικότητα. Το υποκείμενο ταυτιζόμενο με το sinthome είναι κάτι παρά τίποτα, γεγονός που θα τον οδηγούσε στην τρέλα και την κατάρρευση (Zizek,1998:40) .Το νέο υποκείμενο που παράγεται μέσα από την ταύτιση με το sinthome δεν είναι ένας αυθεντικός εαυτός, ένα αυθεντικό υποκείμενο που αναδύεται μέσα από την διέλευση της φαντασίωσης. Το υποκείμενο ποτέ δεν υπήρξε αυθεντικό για να αποκαλυφθεί  ως τέτοιο.
 Ταύτιση με το σύμπτωμα όπως εξηγεί ο Ζίζεκ στο νέο του βιβλίο Less than nothing (2012) σημαίνει ότι «το υποκείμενο συνειδητοποιεί το σύνθωμά του, μαθαίνει πώς να το χρησιμοποιεί και να το αντιμετωπίζει αντί να το αφήνει να τον καθορίζει πίσω από την πλάτη του» (Zizek,693:2012). Μέσα από την ταύτιση με το σύμπτωμα μπορεί κανείς να φτάσει στο σημείο «να θέλει αυτό που επιθυμεί και να επιθυμεί αυτό που θέλει». «Στο τέλος της ανάλυσης o αναλυόμενος ταυτίζεται με το ανίατο: όχι μόνο βρίσκει κανείς τον εαυτό του σε αυτό αλλά μαθαίνει πώς να το χρησιμοποεί. Το υποκείμενο δεν ανάγεται σε μια ιδιωτική/αυτιστική απόλαυση αλλά συνεχίζει να μιλά, όμως η ομιλία του λειτουργεί ως ένα παιχνίδι με προσποιητά,ως ένα κενό μπλα- μπλα- μπλα που γεννά απόλαυση. Αυτό θα μπορούσε να αποτελεί την λακανική εκδοχή του eppur si muove (κι όμως κινείται). Ακόμη και όταν έχουμε διακρίνει μέσα από τα συμβολικά και φανταστικά προσποιητά, το παιχνίδι συνεχίζεται κάτω από την αμφίεση της κυκλοφορίας της jouis-sens και   το υποκείμενο δεν διαλύεται στην ψυχωτική άβυσσο» (Zizek,693:2012).
Το sinthome είναι ένας νεολογισμός του Lacan που συνειρμικά συνδέεται με το σύμπτωμα, τον συνθετικό- τεχνητό άνθρωπο, τον άγιο, τον άγιο Θωμά. Το sinthome μπορεί να διαβαστεί και ως synth- home με την έννοια μιας τεχνητής κατασκευής του εαυτού. Το σύνθωμα είναι μια σύνθεση γλώσσας και απόλαυσης, είναι μονάδα συμβόλου εμποτισμένου με απόλαυση όπως για παράδειγμα ένα τικ που επαναλαμβάνουμε καταναγκαστικά. Ο Λακάν το αποκαλεί jouis-sens δηλαδή απόλαυση σε νόημα (Ζίζεκ,2006:135).  Με την έννοια του sinthome άρεται η αντίθεση μεταξύ σημαίνοντος και απόλαυσης από τον Λακάν, πρόκειται για την παραδοχή της συνύπαρξής τους, της αλληλεπιχώρησής τους. Το σύμπτωμα σχετίζεται με ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα διαλύεται μέσω της ερμηνείας, ενώ το sinthome είναι μια κηλίδα που σχετίζεται με την μη ύπαρξη του υποκειμένου (Zizek,1998:40) και δεν διαλύεται από την ερμηνεία. Το σύμπτωμα σε αντίθεση με τη φαντασίωση δεν υπερβαίνεται. Με το σύμπτωμα πρέπει να ταιριάξουμε, να τα βρούμε μαζί του (Μιλλέρ,2007:219).
Το sinthome λειτουργεί ως Όνομα του Πατέρα, ως ο τέταρτος κρίκος στον βορρόμειο κόμβο, ο οποίος συνδέει το Φανταστικό, Συμβολικό και Πραγματικό. Τη λειτουργία του sinthome, ο Λακάν τη διαπραγματεύεται στο Σεμινάριο ΧΧΙΙΙ. Σε αυτό  υποστηρίζει ότι το λογοτεχνικό έργο του Τζέιμς Τζόυς (James Joyce) αποτελεί το  σύνθωμά του, το οποίο επιτελεί την πατρική λειτουργία υποκαθιστώντας  το ελλείπον Όνομα του πατέρα. Έτσι ο Τζόυς καταφέρνει να αποφύγει την ψύχωση εφόσον το σύνθωμα συγκρατεί τους υπόλοιπους κρίκους του βορρόμειου κόμβου. Το Όνομα του πατέρα σε  αυτό το σημείο της λακανικής διδασκαλίας χάνει την προτεραιότητά του, υποπίπτει σε σύμπτωμα. Το σύνθωμα του Τζόυς, ονομάστηκε από το Λακάν ως νέο εγώ χωρίς όμως να ταυτίζεται με το φαντασιακό εγώ. H διάλυση του συνθώματος θα σήμαινε ότι το υποκείμενο θα οδηγούνταν στην ψυχωτική άβυσσο μέσα από την πλήρη  διάλυση του βορρόμειου κόμβου.

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Η αναπαράσταση του Πράγματος

Whiteread Rachel
Closet (Ντουλάπα)
1998
Ιδιωτική συλλογή

Whiteread Rachel
Untitled (Nine tables) Άτιτλο (Εννιά Τραπέζια)
1998


Whiteread Rachel
Untitled (Stairs) Άτιτλο (Σκάλες)
2001


Whiteread Rachel
Untitled (Room 101) Άτιτλο (Δωμάτιο 101)
2003


Alenka Zupancic

Ο Λακάν εισάγει την συζήτηση για την αναπαράσταση του Πράγματος με ένα παράδειγμα παρμένο από την πιο πρωτόγονη από τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες, αυτό του αγγειοπλάστη.  Αν ένα εκτενές απόσπασμα του σχολιασμού της Αντιγόνης  σχετίζεται με τη θεμελιώδη τοπολογία του βάζου ως εμβληματική αναπαράσταση του Τίποτα, τότε ο σχολιασμός του "Ομήρου" (θεατρικού του Κλωντέλ) μπορεί τοπολογικά να σχετιστεί με μια άλλη καλλιτεχνική δραστηριότητα.  Αυτό που έχουμε στο μυαλό είναι η δουλειά του Rachel Whiteread ,η οποία αναμφισβήτητα θα προκαλούσε την προσοχή του Λακάν. Το έργο της  είναι έργο αγγειοπλάστη που «σμιλεύει το Τίποτα» αλλά με ένα τρόπο και αποτέλεσμα που είναι αντίθετο από αυτό του παραδοσιακού αγγειοπλάστη. Στην περίπτωση του βάζου δεν έχουμε ένα «τίποτα» με κάτι γύρω του.  Η υλική μορφή του βάζου δίνει μορφή στο τίποτα του κέντρου του. Αυτό το τίποτα δημιουργείται με τη δημιουργία του βάζου και αναπαρίσταται από αυτό. Αυτό σημαίνει ότι το κενό οφείλει την αντικειμενικότητά του σε αυτό που το περιβάλλει.  Η Rachel Whiteread εκθέτει το κενό με την πιο κυριολεκτική σημασία. Παίρνει ένα δημιουργημένο  αντικείμενο, για παράδειγμα μια ντουλάπα, ένα δωμάτιο ή ένα σπίτι, όλα εκείνα που δίνουν μορφή στο τίποτα του κέντρου τους. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι αυτό με το οποίο ξεκινά δεν είναι άλλο από διαφορετικές αναπαραστάσεις του Πράγματος εξαιτίας της καθημερινής  ενσωμάτωσής τους στην καθημερινή ζωή και ρουτίνα, έχουν χάσει τη δύναμή τους να μας συναρπάζουν ως τέτοια. Αυτό που κάνει μετά είναι να γεμίζει τον άδειο χώρο και μετά αφαιρεί αυτό το κάτι. Το πρώτο της έργο αυτού του τύπου είναι το Closet (Ντουλάπα) (1988), ένα γύψινο εκμαγείο του εσωτερικού μιας ντουλάπας. Αυτό που ήταν προηγουμένως ένα κενό που συγκροτήθηκε σε σχέση με το υλικό του πλαίσιο τώρα γίνεται ένα στερεό αντικείμενο. Κάνει το ίδιο στην περίπτωση του δωματίου. Παίρνουμε ένα μεγάλο γύψινο κύβο: το κενό έγινε συμπαγές και οι τοίχοι εξαφανίστηκαν. Η ντουλάπα, το δωμάτιο, το τραπέζι, η καρέκλα,  το σπίτι, όλα  αυτά με τα οποία ήμαστε εξοικειωμένοι γίνονται Πράγματα.  Παρόλα αυτά, αυτή τη φορά το Πράγμα δεν είναι παρών εν τη απουσία του. Η απουσία του γίνεται η πιο υλική παρουσία ( κάποιος μάλιστα θα μπορούσε να πει ότι το Πράγμα είναι απών εν τη παρουσία του).
Τα γλυπτά της Whiteread προσφέρουν ένα πολύ καλό τοπολογικό παράδειγμα του τι σημαίνει η «συνειδητοποίηση της επιθυμίας»  όταν δεν μπορεί να ακολουθήσει το μονοπάτι της αναπαράστασης- όταν το κενό (ως το πραγματικό αντικείμενο της επιθυμίας) δεν μπορεί να αναπαρασταθεί σε αρνητική μορφή. Στην περίπτωση της Σιν ντε Κουφονταίν  όπως και στην περίπτωση του έργου της Whiteread , το κενό του Πράγματος συνειδητοποιείται με υλικό τρόπο:  μια σάρκα που συσπάται , ή ένα ογκώδες τούβλο ύλης.  Αυτό δεν σημαίνει ότι το τικ στο πρόσωπο της Σιν είναι ισοδύναμο με τα  τούβλα ύλης, αλλά ότι το τικ της μας κάνει να συνειδητοποιούμε την παρουσία του σώματός της ως τούβλου ύλης που παραμένει εκεί ακόμη και όταν αποσύρεται η συμβολική του στήριξη.  Και στις δύο περιπτώσεις , το Πράγμα δεν εμφανίζεται ως κάτι πέραν της συμβολικής πραγματικότητας , ως κάτι που μπορεί να παρουσιαστεί στην πραγματικότητα μόνο με αρνητική μορφή.  Το Πράγμα είναι το πράγμα εξαιτίας του οποίου η πραγματικότητα ποτέ δεν συμπίπτει με τον εαυτό της.
Θα καταλήξουμε με κάτι που δεν μπορεί να πάρει άλλη μορφή πέραν του υπαινιγμού. Το ερώτημα της σχέσης μεταξύ της επιθυμίας και της ηθικής  μπορεί να προσεγγιστεί και από την οπτική της κωμωδίας.  Κάποιος πρέπει να αναφέρει τις παρακάτω διαφορές μεταξύ της τραγωδίας και της κωμωδίας.  Ενώ στην τραγωδία η αποτυχία είναι συνδεδεμένη με τη φιγούρα της έλλειψης στην κωμωδία η αποτυχία υλοποιείται με την μορφή ενός πλεονάσματος. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι στην κωμωδία ο Αχιλλέας δεν μπορεί να φτάσει τη χελώνα γιατί την προσπερνά με το πρώτο του βήμα.

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Αντιγόνη και Σιν: η συνειδητοποίηση της επιθυμίας (ΙΙ)


Ο θάνατος μπορεί να εισαχθεί στη συμβολική τάξη ως ένα είδος απόλυτου σημαίνοντος , ως αρνητικό σημαίνον από οτιδήποτε είναι το υποκείμενο. «Αρνητικό» επειδή αντί για την ατελείωτη απαρίθμηση όλων αυτών που μπορούν να συγκροτήσουν το είναι ενός υποκειμένου, συμπυκνώνει αυτό το «όλο» στη μορφή της «απώλειας όλων». Έχουμε ένα τέλειο παράδειγμα στον διάσημο θρήνο της Αντιγόνης που λαμβάνει χώρα μετά την καταδίκη της σε θάνατο. Στον μακρύ της λόγο ,θρηνεί για το ότι δεν θα γνωρίσει το συζυγικό κρεβάτι, το συζυγικό δεσμό και δεν θα κάνει παιδιά.  Η λίστα των πραγμάτων που θα αποστερηθεί  εξαιτίας του πρώιμου θανάτου της  δεν σημαίνει ότι μετανιώνει. Η Αντιγόνη θέτει ένα τέλος στην μετωνυμία της επιθυμίας  συνειδητοποιώντας την άπειρη δυνατότητα μετωνυμίας της επιθυμίας.  Ακριβώς επειδή είναι άπειρη αυτή η δυνατότητα, μπορεί να συνειδητοποιηθεί μόνο ως χαμένη, στην αρνητική της μορφή.  Η συνειδητοποίηση της επιθυμίας  προϋποθέτει την συνειδητοποίηση του Πράγματος , με την έννοια της εισαγωγής του Πράγματος στην συμβολική τάξη εις βάρος της συμβολικής τάξης η οποία αντικαθίσταται από ένα αντικείμενο που αναπαριστά το κενό του κέντρου της.
Ωστόσο αυτή δεν είναι η μόνη μορφή που μπορεί να πάρει η συνειδητοποίηση της επιθυμίας.  Την χρονιά που ακολουθεί μετά το σεμινάριο για την ηθική, ο Λακάν συζητά μια διαφορετική κατεύθυνση καθώς σχολιάζει το θεατρικό έργο του Πωλ Κλωντέλ , Ο όμηρος. Η ηρωίδα αυτού του έργου , η Σιν ντε Κουφονταίν είναι όπως και η Αντιγόνη κάτω από την ηθική προσταγή να συνειδητοποιήσει το Πράγμα. Ωστόσο η κρίσιμη διαφορά εντοπίζεται στο γεγονός ότι για τη Σιν , το μονοπάτι που  οδηγεί στη συνειδητοποίησή του (Πράγματος)  σε ένα αντικείμενο ή σημαίνον που θα μπορούσε να το αναπαραστήσει, είναι κλειστό από την αρχή.  Για την ακρίβεια το πρώτο πράγμα το οποίο ζητείται από τη Σιν στο όνομα του Πράγματος  είναι να απορρίψει το σημαίνον του. Της ζητείται να συνειδητοποιήσει το Πράγμα ,απορρίπτοντας αυτό που ήδη υπάρχει για να το αναπαραστήσει. Της ζητείται να το συνειδητοποιήσει έξω από κάθε υποστήριξη του σημαίνοντος , με την άρνηση (Versagung) του σημαίνοντος. Δεν μπορεί να βασιστεί ούτε στην υποστήριξη του σημαίνοντος με αρνητικό τρόπο όπως στην περίπτωση της «αναπαράστασης του μη αναπαραστάσιμου» που είναι τόσο κρίσιμο στην Αντιγόνη.
Από την αισθητική άποψη η διαφορά μεταξύ της Αντιγόνης και της Σιν ντε Κουφονταίν  είναι η πιο χτυπητή. Στην περίπτωση της Αντιγόνης ο Λακάν τονίζει ιδιαίτερα την «εξαϋλωμένη ομορφιά» της Αντιγόνης. Αυτή βέβαια δεν έχει καμία σχέση με το πώς φαίνεται η Αντιγόνη αλλά έχει να κάνει με τη θέση που κατέχει στη δομή του έργου . Στην περίπτωση της Σιν από την άλλη, ο Λακάν παρατηρεί ότι παρά το μαρτύριο που περνά και που θα μπορούσε να έχει ίδια αποτελέσματα (εξαϋλωμένη ομορφιά) είναι ακριβώς το αντίθετο αυτό που συμβαίνει.  Κατά την τελευταία σκηνή του έργου, η Σιν παρουσιάζεται σε εμάς ταραγμένη, με ένα νευρικό τικ στο πρόσωπό της. Αυτό είναι μια γκριμάτσα της ζωής που υποφέρει και είναι περισσότερο βλαπτική στην ομορφιά, από την γκριμάτσα θανάτου και της γλώσσας που κρέμεται έξω που μας φέρνει στο μυαλό η φιγούρα της Αντιγόνης όταν ο Κρέων την βρίσκει κρεμασμένη.
Έτσι έχουμε την γκριμάτσα της ζωής να αντιτίθεται στην γκριμάτσα του θανάτου και η μοίρα της ομορφιάς φαίνεται να πρέπει να σχετιστεί με κάποιο από τα δύο. Με μια πιο προσεκτική ματιά, κάποιος παρατηρεί ότι  η διαφορά μεταξύ των θέσεων των δύο ηρωίδων, δεν μπορεί να σχηματοποιηθεί ως διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου αλλά αφορά τη δυνατότητα του θανάτου να λειτουργήσει ως το απόλυτο (παρότι αρνητικό) σημαίνον της ύπαρξης του υποκειμένου. Αυτό που είναι υπό ερώτηση στην Αντιγόνη δεν είναι απλά το όριο μεταξύ ζωής και θανάτου αλλά το όριο μεταξύ της ζωής με τη βιολογική έννοια και τη ζωή ως ικανότητα του υποκειμένου να υποστηρίξει μια συγκεκριμένη  αλήθεια της επιθυμίας. Ο θάνατος είναι το όνομα αυτού του ορίου μεταξύ των δύο ζωών, είναι αυτός που υπογραμμίζει το γεγονός ότι δεν συμπίπτουν και ότι η μία από τις δύο ζωές μπορεί να υποφέρει εξαιτίας της άλλης. Ο θάνατος είναι αυτός που μαρκάρει, αποκρυσταλλώνει και τοπικοποιεί αυτή τη διαφορά.
Στην περίπτωση της Σιν ντε Κουφονταίν τα πράγματα είναι διαφορετικά. Στην ιστορία της Σιν, ο θάνατος δεν έχει την αξία του ορίου.  Ο θάνατος δεν αποτελεί επιλογή.  Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η Σιν είναι ήδη νεκρή όταν το έργο αρχίζει: συνεχίζει να υπάρχει αλλά έχοντας χάσει κάθε λόγο για να ζει ή ακριβέστερα, έχοντας χάσει τη δυνατότητα να υπάρξει ως στήριγμα κάποιας αλήθειας.  Το αίτιό της στη ζωή είναι νεκρό. Περιμένει τον θάνατο να έρθει. Δεν έχει τίποτε να χάσει. Αυτό τελικά που αποδεικνύεται είναι ότι έχει κάτι να χάσει: τον θάνατο. Αυτό που της ζητείται να κάνει είναι να ζήσει με την πιο εμφατική έννοια του όρου: να παντρευτεί, να κάνει έρωτα, να συλλάβει. Βρισκόμαστε στον αντίποδα της Αντιγόνης και του θρήνου της στον οποίο αναγνωρίζει ότι ποτέ δεν θα παντρευτεί, δεν θα απολαύσει το συζυγικό κρεβάτι και δεν θα κάνει παιδιά. Όλα όσα στερείται η Αντιγόνη συνιστούν το μαρτύριο της Σιν. Είναι σημαντική η λεπτομέρεια ότι η Σιν ζει  αυτήν την «αναγέννηση» με εκείνον που σκότωσε την αιτία της και τους γονείς της.
Στην περίπτωση της Αντιγόνης , η άλλη ζωή (η ζωή ως στήριγμα του «Άλλου πράγματος» που σχετίζεται με την επιθυμία)  γίνεται ορατή και συνειδητοποιείται στην σκηνή του θανάτου ως το κάτι της ζωής που ο θάνατος δεν μπορεί να πάρει. Είναι ορατό per negativum, είναι ορατό μέσω του εξαϋλωμένου μεγαλείου που είναι η εικόνα από κάτι που δεν έχει εικόνα. Στην περίπτωση της Σιν τα πράγματα αντιστρέφονται: δεν μπορεί να πεθάνει για το αίτιό της , δεν μπορεί να το συνειδητοποιήσει μέσω της θυσίας όλων όσων έχει.  Μπορεί μόνο να το συνειδητοποιήσει εγκαταλείποντας αυτό που είναι – μέσα από την απόρριψη κάθε σημαίνοντος που αναπαριστά το Είναι της.  Το αποτέλεσμα είναι ότι στην περίπτωσή της , η συνειδητοποίηση της  επιθυμίας παράγει κάτι που δεν είναι αναπαράσταση του κενού αλλά αποτελεί μια υλική παρουσία στη σάρκα της ηρωίδας, που αποδίδεται με ένα τικ. 

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Αντιγόνη και Σιν: η συνειδητοποίηση της επιθυμίας


Zupancic Alenka

Παρά το ότι η Αντιγόνη και η Σιν ντε Κουφονταίν , η ηρωίδα του έργου του Κλωντέλ, Ο όμηρος, βρίσκονται σε πολλή διαφορετικές καταστάσεις , έχουν ένα ουσιώδες  κοινό: συνειδητοποιούν την επιθυμία τους.
Τι ακριβώς σημαίνει συνειδητοποίηση της επιθυμίας για τη λακανική θεωρία; Όπως δείξαμε αλλού, δεν σημαίνει την ικανοποίηση της επιθυμίας. Δεν σημαίνει την συνειδητοποίηση του τι επιθυμεί το υποκείμενο. Στη λακανική θεωρία δεν υπάρχει αντικείμενο της επιθυμίας.  Υπάρχει το αντικείμενο του αιτήματος και το αντικείμενο-αίτιο . το οποίο μην έχοντας κάποιο θετικό περιεχόμενο, αναφέρεται σε αυτό που παίρνουμε αν αφαιρέσουμε  την ικανοποίηση που βρίσκουμε σε ένα αντικείμενο από το αίτημα που έχουμε για αυτό το αντικείμενο. Η επιθυμία ουσιωδώς συνδεδεμένη με αυτή τη λογική της αφαίρεσης που προκαλεί μια απεριόριστη μετωνυμία της επιθυμίας, δεν είναι παρά αυτή που εισάγει στο σύμπαν του υποκειμένου ένα «μέτρο απροσμέτρητο (incommensurable) ή άπειρο» όπως το θέτει ο Λακάν. Η επιθυμία δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό το «άπειρο μέτρο» ή για να δανειστούμε την έκφραση του Καντ, ένα αρνητικό μέγεθος. Από αυτή την άποψη το να συνειδητοποιείς την επιθυμία σου σημαίνει να συνειδητοποιείς , να «μετράς» αυτό το άπειρο. Είπαμε προηγουμένως ότι η συνειδητοποίηση της επιθυμίας δεν σημαίνει συνειδητοποίηση του τι επιθυμεί το υποκείμενο. Δεν σημαίνει να συνειδητοποιείς την ύπαρξη ενός αντικειμένου που υπήρχε προηγουμένως. Το μόνο υπάρχον αντικείμενο της επιθυμίας είναι το κενό που διατηρεί την μετωνυμία του.  Από αυτή την άποψη η συνειδητοποίηση της επιθυμίας σημαίνει ένα πράγμα: την παραγωγή ή δημιουργία του αντικειμένου της επιθυμίας.  Το αντικείμενο της επιθυμίας , ως αντικείμενο είναι το αποτέλεσμα αυτής της πράξης (της συνειδητοποίησης της επιθυμίας).  Το να παράγεις το αντικείμενο της επιθυμίας σημαίνει το να διακρίνεις ένα αντικείμενο από το άπειρο μέτρημα της επιθυμίας.
Η συνειδητοποίηση της επιθυμίας σημαίνει ότι το κενό το οποίο γίνεται αντιληπτό ως αποτυχία των σημαινόντων να αναπαραστήσουν το Πράγμα, αποκτά τη δική του αναπαράσταση. Αυτό δεν σημαίνει ότι το Πράγμα βρίσκει το σημαίνον του: δεν υπάρχει σημαίνον του πράγματος αλλά υπάρχει η δυνατότητα ένα αντικείμενο να αναπαραστήσει αυτή την έλλειψη σημαίνοντος.  Και είναι ακριβώς ένα τέτοιο αντικείμενο που μπορεί να λειτουργήσει ως ενσάρκωση  του Πράγματος .(Αργότερα στη διδασκαλία του, ο Λακάν συνέλαβε αυτού του είδους το αντικείμενο με όρους σημαίνοντος: ένα μοναδικό σημαίνον χωρίς σημαινόμενο).  Η διαφορά μεταξύ της μετωνυμίας της επιθυμίας και της συνειδητοποίησης της επιθυμίας είναι η διαφορά μεταξύ του κενού που είναι παρόν σε κάθε αναπαράσταση χωρίς να αναπαρίσταται το ίδιο και στο κενό που αναπαρίσταται το ίδιο.  Το τοπολογικό παράδειγμα του Λακάν ενός αντικειμένου που μπορεί να αναπαραστήσει το Πράγμα, είναι το παράδειγμα του βάζου. Ένα βάζο είναι «μια τρύπα με κάτι τριγύρω της». Ένα βάζο είναι κάτι που αναπαριστά το κενό στο κέντρο του.  Κάνει το κενό να εμφανιστεί ως κάτι.  Η συνειδητοποίηση του κενού είναι το να θεωρήσεις το τίποτα αναπαριστούμενο ως κάτι.
Εάν κάποιος ορίσει τη συνειδητοποίηση της επιθυμίας με τους όρους δημιουργίας ενός μοναδικού αντικειμένου που ενσαρκώνει το κενό που εμπλέκεται στη μετωνυμική κίνηση της επιθυμίας, μπορεί κανείς να καταλάβει ευκολότερα πως αυτό σχετίζεται με την ιστορία της  Αντιγόνης.  Η Αντιγόνη στην πραγματικότητα αποτελεί ένα από τα πιο εξαίσια «βάζα» που έχουν παραχθεί  στην ιστορία της λογοτεχνίας.  Για την Αντιγόνη μια συγκεκριμένη πράξη έρχεται να αναπαραστήσει το Πράγμα.  Αυτό δεν σημαίνει ότι η πράξη είναι το Πράγμα ή ότι ταφή του Πολυνίκη είναι η «συνειδητοποίηση της επιθυμίας της Αντιγόνης». Το Πράγμα δεν είναι τίποτε άλλο από το κενό που υλοποιεί η Αντιγόνη μέσα από τις πράξεις της και η συνειδητοποίηση της επιθυμίας δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό που κάνει αυτό το κενό να εμφανίζεται ως  τέτοιο. Στην Αντιγόνη το Πράγμα αναπαριστάται στο Άλλο πράγμα που είναι η ταφή του Πολυνίκη ή για την ακρίβεια αναπαριστάται σε αυτό που η Αντιγόνη υπόκειται  για την επιμονή της για αυτό το Άλλο πράγμα.  Το Πράγμα αναπαρίσταται στη φιγούρα της Αντιγόνης, ενσαρκώνει το κενό στον πυρήνα της επιθυμίας.  Το γεγονός ότι θα πεθάνει εξαιτίας της επιμονής της, έχει σημαντικό ρόλο στην συνειδητοποίηση της επιθυμίας. Ποιος ο ρόλος του θανάτου σε αυτή τη διαπίστωση; Ο θάνατος εξαιτίας αυτού που εισάγεται από την συμβολική τάξη, δεν είναι αυτό που θα μας συμβεί αργά ή γρήγορα αλλά μπορεί να γίνει ένα ρίσκο ή ένα στοίχημα  στην συμβολική τάξη.  Όταν κάποιος λέει : «Καλύτερα να πέθαινα παρά να…» αυτό ακριβώς συμβαίνει.  Το να αποσπαστεί κάποιος από την συμβολική τάξη γίνεται μια δυνατότητα μέσα στη συμβολική τάξη, κάτι που μπορεί συμβολικά να αναπαρασταθεί ως τέτοια. Αποτελεί την κατάρρευση της συμβολικής τάξης  όπως παρουσιάζεται  μέσα στη συμβολική τάξη. Στην Αντιγόνη αντιμετωπίζουμε ακριβώς το ίδιο πράγμα: την αναπαράσταση της κατάρρευσης μέσα στην ίδια την τάξη της αναπαράστασης.