Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Η λακανική επιστημολογία



Οι αντιφάσεις της κουνιανής επιστημολογίας
Η έννοια της ασσυμετρότητας και της ασυνέχειας που εισήγαγε το έργο του Kuhn (Kuhn,1962) έθεσε σε κρίση την ιδέα μιας συσσωρευτικής έννοιας της προόδου που είχε εισαχθεί από τον θετικισμό. Ο Kuhn προσπάθησε να αναιρέσει τις συνέπειες της προσέγγισής του προτείνοντας κάποια κριτήρια που θεμελιώνουν την πρόοδο της επιστήμης όπως η γονιμότητα του παραδείγματος  και η  επεξηγηματική και προβλεπτική του ισχύ (Κάλφας,1997:57).
Τα κριτήρια ορθολογικότητας που πρότεινε ο Kuhn εξισώνουν την ορθολογικότητα με την αποτελεσματικότητα και την παραγωγικότητα. Η αποτελεσματικότητα και η παραγωγικότητα ενός παραδείγματος δεν μπορεί να αποτελέσει ικανή και αναγκαία επιστημολογική συνθήκη για την θεμελίωση της ορθολογικότητάς της. Ένα παράδειγμα που δεν οδηγεί για κάποιο αρχικό διάστημα σε προβλέψεις ή δεν είναι θεωρητικά γόνιμο πρέπει να εγκαταλειφθεί σύμφωνα με τον  Kuhn αποκλείοντας την πιθανότητα το παράδειγμα αυτό αργότερα να αποδειχθεί ιδιαίτερα γόνιμο, να οδηγήσει σε επιτυχημένες προβλέψεις και να διαθέτει ισχυρή επεξηγηματική δύναμη (Κιντή,1995:140).  Επίσης ενώ ο Kuhn αποδέχεται ότι κάθε παράδειγμα θεμελιώνεται σε μια διαφορετική έκφραση του ορθολογικού,  διατυπώνει εμμέσως ένα καθολικό κριτήριο ορθολογικότητας.
Την αποτυχία του Kuhn να συνδυάσει δύο αντιφατικά στοιχεία της θεωρίας του, την ύπαρξη ασυνεχειών στην ιστορία της επιστήμης και ταυτόχρονα την αποδοχή της επιστημονικής προόδου προσπαθεί να ξεπεράσει ο Σταυρακάκης ο οποίος αξιοποιεί έννοιες της λακανικής ψυχανάλυσης. Ο Σταυρακάκης καθιστά την ίδια την ασυνέχεια που εισάγει  το Πραγματικό ως επιστημολογικό κριτήριο που νομιμοποιεί ένα παράδειγμα ως ορθολογικό και προοδευτικό.

Η λακανική επιστημολογία
Ο Σταυρακάκης  επιδιώκει να συγκροτήσει μια λακανική επιστημολογία που να απορρίπτει τον μεταμοντέρνο σχετικισμό και να διασώζει ταυτόχρονα την ορθολογικότητα της επιστήμης (Σταυρακάκης,1999:173). Υποστηρίζει ένα είδος κονστρουξιονισμού σύμφωνα με τον οποίο η πραγματικότητα είναι προσβάσιμη μόνον μέσα από τον λόγο αλλά ταυτόχρονα δεν αμφισβητεί την ύπαρξη της πραγματικότητας. Η έννοια του λόγου που χρησιμοποιεί ο Σταυρακάκης βασίζεται στην επεξεργασία αυτής της έννοιας από τους Laclau & Mouffe (1985) σύμφωνα με τους οποίους ως λόγος ορίζεται η δομημένη ολότητα που προκύπτει μέσα από την συνάρθρωση στοιχείων. Συνάρθρωση ονομάζεται κάθε πρακτική που καθιερώνει μια τέτοια σχέση ανάμεσα σε ορισμένα στοιχεία ώστε να μεταβάλλεται η ταυτότητά τους ως αποτέλεσμα της συναρθρωτικής πρακτικής. Ο λόγος σύμφωνα με τον Σταυρακάκη δεν ταυτίζεται με τη γλώσσα ή την ομιλία αλλά εμπεριέχει τόσο το γλωσσικό όσο και το μη γλωσσικό στοιχείο (Σταυρακάκης,1999:175). Ο λόγος αναγνωρίζεται ότι έχει υλικές συνέπειες ενώ αντιστρόφως ένα υλικό αντικείμενο μπορεί να αποτελέσει σημαίνον.
Η ταύτιση της πραγματικότητας με τον λόγο μπορεί να επικριθεί εύκολα από κάποιους ότι οδηγεί σε έναν απλοϊκό ιδεαλισμός. Ωστόσο πρέπει να τονιστεί ότι η έννοια του λόγου δεν απορρίπτει την ύπαρξη της φυσικής πραγματικότητας. Όπως σημειώνουν οι Laclau & Mouffe (1985) το  γεγονός ότι κάθε αντικείμενο συγκροτείται ως αντικείμενο του λόγου δεν έχει καμιά σχέση με το αν υπάρχει κόσμος εκτός της σκέψης ή με την αντίθεση ρεαλισμός/ιδεαλισμός. Υπάρχουν κοινωνικά αλλά και φυσικά αντικείμενα, ωστόσο η πρόσβασή μας σε αυτά διαμεσολαβείτε πάντα από συστήματα νοήματος που έχουν τη μορφή λόγου (Jørgensen & Phillips,2009:75). Ο λόγος ταυτίζεται με την τάξη του Συμβολικού, έννοια της λακανικής ψυχανάλυσης η οποία παραπέμπει στην ριζοσπαστικοποίηση της σωσσυριανής γλωσσολογίας. Ο λόγος ή συμβολική τάξη αποτελεί αναπαράσταση του φυσικού κόσμου ο οποίος δεν μπορεί να είναι ποτέ προσβάσιμος έξω από το συμβολικό. Έτσι  θεμελιώνει ένα είδος ρεαλιστικού κονστρουξιονισμού, ή κονστρουξιονιστικού ρεαλισμού (Σταυρακάκης,2008:140).
Η πραγματικότητα είναι  αδύνατο να αναπαρασταθεί όπως είναι μέσα από τις κατασκευές (δομημένους λόγους) γιατί θα υπάρχει πάντα κάτι που θα διαφεύγει της αναπαράστασής της, κάτι που θα είναι αδύνατο να αναπαρασταθεί. To αδύνατο να αναπαρασταθεί ο Σταυρακάκης το  ονομάζει Πραγματικό ,μία έννοια που παραπέμπει ευθέως  στην λακανική ψυχανάλυση.  Το Πραγματικό αντιστέκεται στις προσπάθειες της επιστήμης να το κατανοήσει, να το εξηγήσει δηλαδή να οικειοποιηθεί γνωστικά. Η αντίσταση του Πραγματικού στις κατασκευές μας δείχνει την ανεξαρτησία του από αυτές  και θεμελιώνει ένα είδος αρνητικού ρεαλισμού (Baltas,1992).
Ο κονστρουξιονιστικός ρεαλισμός της λακανικής επιστημολογίας παρουσιάζει ομοιότητες με τον συγκρατημένο κονστρουκτιξιονισμό της N. Katharine Ηayles ο οποίος στηρίζεται στην διάκριση της κοινωνικής κατασκευής από «τον κόσμο των φυσικών ορίων, των εμποδίων που θέτει η φυσική στιβάδα στη ζωή των κατασκευών αυτών» (Σταυρακάκης,1999:176). Επίσης ο ρεαλιστικός κονστρουξιονισμός που θεμελιώνει ο Σταυρακάκης ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με την αλτουσσεριανή επιστημολογία η οποία αξιοποιεί στο έπακρο βασικές έννοιες της λακανικής ψυχανάλυσης. Βέβαια στην αλτουσσεριανή επιστημολογία απουσιάζει εντελώς μια θεωρία ανάλυσης του λόγου.
Με αυτό τον τρόπο ο Σταυρακάκης δεν αρνείται ότι η επιστήμη αποτελεί κοινωνική κατασκευή αλλά ταυτόχρονα δεν αρνείται και την ύπαρξη της πραγματικότητας. Αντιτίθεται τόσο στον μεταμοντέρνο σολιψισμό όσο και στον ακραίο μοντέρνο αντικειμενισμό (Σταυρακάκης,1999:176). Η ύπαρξη της πραγματικότητας εξάγεται από το γεγονός ότι αυτή οδηγεί σε αποτυχία τις κατασκευές μας.  Στόχος της επιστήμης είναι να προσεγγίσει το Πραγματικό, ωστόσο ποτέ αυτό δεν είναι πλήρως δυνατό. Ο Σταυρακάκης θέτει την εμπειρία του Πραγματικού ως επιστημολογικό κριτήριο με βάση το οποίο η επιστημονική κοινότητα μπορεί να απορρίψει ως ανορθολογική κάποια κατασκευή και να υιοθετήσει κάποια άλλη.
Ο Σταυρακάκης ταυτίζει το κουνιανό Παράδειγμα με μια συμβολική κατασκευή ενώ οι άλυτοι γρίφοι που συνιστούν ανωμαλία εντός του Παραδείγματος ταυτίζεται με την αποσταθεροποίηση και τέλος την εξάρθρωση της συμβολικής δομής από το Πραγματικό (Σταυρακάκης,1999:168). Η ανωμαλία συνιστά ρήξη του Συμβολικού από το Πραγματικό της φύσης. Σύμφωνα με την λακανική επιστημολογία που επιδιώκει να συγκροτήσει ο Σταυρακάκης, η σημασία και η εγκυρότητα μιας κατασκευής αποδεικνύεται στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης της με το μέρος της φύσης που της διαφεύγει. Η επιβίωση και η ηγεμονική δύναμη των κατασκευών εξαρτάται από την ικανότητά τους να ανταπεξέλθουν στην επαφή τους με το ασταθές και μη αναπαραστάσιμο Πραγματικό της φύσης (Σταυρακάκης,2008:151).  Όταν μια συμβολική κατασκευή έρχεται σε αντίθεση με την εμπειρία τότε, αυτή χάνει την αποδοχή της και μια άλλη κατασκευή που μπορεί να ενσωματώσει  θεωρητικά αυτή την εμπειρία του Πραγματικού καταλαμβάνει την θέση της.

Ο Σταυρακάκης αναφέρει ένα παράδειγμα ώστε να γίνει πιο κατανοητός. Αναφέρει για παράδειγμα την εξήγηση της έκρηξης ενός ηφαιστείου από έναν μάγο μιας φυλής ως εκδήλωση του θυμού των θεών. Η άποψη του μάγου ότι μια θυσία μπορεί να εξευμενίσει τους θεούς και να σταματήσει το ηφαίστειο χάνει την ηγεμονική της ισχύ όταν οι εκρήξεις παρά την θυσία συνεχίζονται. Τότε είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει αποδεκτή μια επιστημονική άποψη από γεωλόγους οι όποιοι μπορούν να προβλέψουν επιτυχώς την εξέλιξη του φαινομένου. Η παλιά κατασκευή εξαρθρώνεται για να πάρει την θέση της μια καινούργια κατασκευή που μπορεί να οικειοποιηθεί γνωστικά το Πραγματικό.
Σύμφωνα με τον Σταυρακάκη οι συμβολικές αναπαραστάσεις πάντα θα αποτυγχάνουν να αναπαραστήσουν την φύση στην ολότητά της (Σταυρακάκης,2008:178) και για αυτό η επιστήμη  θα είναι πάντα εξαναγκασμένη να αποτυγχάνει μερικώς στο εγχείρημά της. Ωστόσο αυτή η διαρκής αποτυχία δεν οδηγεί σε ένα τέλμα αλλά σε μια διαρκή επιστημονική επανάσταση (Stavrakakis,2007:10). Η διαρκής επανάσταση ορίζεται ως συνεχής εγγραφή των ορίων του συμβολικού μέσα από την διαλεκτική σχέση του με το  Πραγματικό. Ο Σταυρακάκης με την υιοθέτηση της έννοιας της διαρκούς επανάστασης επιδιώκει να τονίσει ότι παρά τις αποτυχίες της επιστήμης , κυριαρχεί το συνεχές ξεπέρασμα των εμποδίων που παρουσιάζονται και καταφάσκει ανεπιφύλακτα υπέρ της διαρκούς προόδου της επιστήμης. Ο Σταυρακάκης με την αποδοχή της έννοιας της διαρκούς επανάστασης δείχνει να απομακρύνεται από την κουνιανή επιστημολογία σιωπηλά και να προσεγγίζει την γαλλική επιστημολογική παράδοση του Κανγκιλέμ, Μπασελάρ και Αλτουσσέρ.
Η λακανική επιστημολογία επικεντρώνεται στην κριτική των ιδεολογικών παραδοχών της επιστήμης θεωρώντας όμως την ιδεολογία όχι ως ψευδή συνείδηση αλλά ως μια κοινωνική κατασκευή που αποκρύπτει την ενδεχομενικότητα που διέπει την συγκρότησή της. Στην λακανική επιστημολογία η αντικειμενικότητα εξισώνεται με την ιδεολογία επειδή αποσιωπά την ενδεχομενικότητα και ταυτόχρονα αμφισβητεί την ύπαρξη εναλλακτικών δυνατοτήτων που μπορούν να εμφανιστούν (Jørgensen & Phillips,2009:78). Η ιδεολογία της επιστήμης κρύβει τον ιδεολογικό της χαρακτήρα καθώς και την πάλη που διεξάγεται στο επίπεδο της ιδεολογίας, για την κατάκτηση της ηγεμονίας. Η κριτική της ιδεολογίας της επιστήμης στοχεύει στην κριτική της παραγνώρισης όχι κάποιας θετικής ουσίας αλλά της μη αναγνώρισης της βεβαιότητας κάθε θετικότητας, δηλαδή της αδυνατότητας μιας ύστατης διαρραφής του νοήματος (Glynos,2001).
Η κριτική της ιδεολογίας εκτός από την αποκάλυψη του ενδεχομενικού χαρακτήρα της επιστήμης αναδεικνύει και τον ρόλο του πάθους των επιστημόνων, τον ρόλο των συναισθημάτων που συνδέονται με την εμμονή μέρους της επιστημονικής κοινότητας στην υπεράσπιση ενός παλιού παραδείγματος έναντι ενός νέου. Επίσης η κριτική της ιδεολογίας συνδέεται με την αναγνώριση φαντασιώσεων τάξης και αρμονίας οι οποίες αποκρύπτουν την εγγενή έλλειψη που διέπει  κάθε κατασκευή εξαιτίας του Πραγματικού.
Οι αντιφάσεις της λακανικής επιστημολογίας
Ο Σταυρακάκης προτείνοντας το Πραγματικό ως επιστημολογικό κριτήριο ορθολογικότητας της επιστήμης αποδίδει σε αυτό αρνητική επιστημολογική αξία. Έτσι όμως η ρήξη του Πραγματικού δεν υποδηλώνει τίποτα άλλο πέραν της ασυμβατότητας ενός συμβάντος προς την ισχύουσα κανονικότητα από την οπτική της οποίας το συμβάν θεωρείται ανωμαλία. Ο Σταυρακάκης παραγνωρίζει την ασυμμετρότητα μεταξύ των παραδειγμάτων παρά το ότι αποδέχεται τον ενδεχομενικό χαρακτήρα κάθε συναρθρωμένης συμβολικής δομής (Σταυρακάκης,2008:127). Δύο παραδείγματα αντιστοιχούν σε διαφορετικές συμβολικές κατασκευές, σε διαφορετικές πραγματικότητες. Ένα πρόβλημα που αντιστέκεται στην λύση εντός ενός παραδείγματος, παραμένει άλυτο και εντός του παραδείγματος που το αντικαθιστά. Το νέο παράδειγμα αναγνωρίζει άλλο πρόβλημα από εκείνο του παραδείγματος που αντικαθιστά. Οι συμβολικές δομές (παραδείγματα) που αναπαριστούν την πραγματικότητα είναι μη επικοινωνίσιμες μεταξύ τους. Η διάψευση ενός παραδείγματος από το Πραγματικό της φύσης έχει νόημα μόνον εντός του συγκεκριμένου παραδείγματος το οποίο διαψεύδεται. Η διάψευση του ενός παραδείγματος δεν έχει νόημα για ένα άλλο. Στο παράδειγμα του Σταυρακάκη με το ηφαίστειο δεν απαντάτε ποτέ το ερώτημα γιατί το ηφαίστειο συνεχίζει να εκρήγνυται παρά τις θυσίες από το νέο παράδειγμα που θεμελιώνεται. Επίσης το νέο επιστημονικό παράδειγμα αντιμετωπίζει το φαινόμενο ως ριζικά διαφορετικό πρόβλημα, αποτελεί μια τελείως διαφορετική κοσμοθεώρηση.
Το Πραγματικό μπορεί να αποτελεί απλά ένδειξη ότι η παλιά αρμονία εξαρθρώνεται για να καθιερωθεί μια νέα φαντασίωση αρμονίας. Η ρήξη του Πραγματικού σηματοδοτεί την αλλαγή παραδείγματος αλλά δεν αρκεί για να επιβεβαιωθεί  ο ισχυρισμός ότι η αλλαγή αυτή είναι προοδευτική και βασίζεται στην ορθολογική κρίση της επιστημονικής κοινότητας. Ο Σταυρακάκης υποστηρίζει ότι η επιστημονική κοινότητα μπορεί εκ των προτέρων να αξιολογήσει δύο κατασκευές ενώ αυτό είναι αδύνατο. Η εξάρθρωση που επιφέρει το Πραγματικό μπορεί να αξιολογηθεί θετικά ή αρνητικά μόνον εκ των υστέρων.  Η διαρκής επιστημονική επανάσταση που υποστηρίζει ο Σταυρακάκης (Stavrakakis,2007:10)  απωθεί το ενδεχόμενο της ύπαρξης μη προοδευτικών μεταβάσεων μεταξύ των παραδειγμάτων.
  Ένα ακόμη πρόβλημα της λακανικής επιστημολογίας όπως αυτή διατυπώνεται από τον Σταυρακάκη, είναι ότι αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη κρίσιμων πειραμάτων ή παρατηρήσεων οι οποίες οδηγούν στην τελική απόρριψη του παλιού παραδείγματος και του ενστερνισμού του καινούργιου. Ωστόσο δεν υπάρχει ποτέ κάποιο τέτοιο κρίσιμο πείραμα ή παρατήρηση παρά μόνο θεωρούνται κάποια ως τέτοια από την ιστορία της επιστήμης ως προϊόν σύμβασης και πάντα κάτω από την οπτική του σύγχρονου και κυρίαρχου παραδείγματος. Η ιστορία της επιστήμης γράφεται έτσι ώστε να φαίνεται απόλυτα ορθολογική η μετάβαση από το πρότερο στο ύστερο παράδειγμα μέσα από την κατασκευή κρίσιμων πειραμάτων.
Η λακανική επιστημολογία έτσι όπως διατυπώνεται από τον Σταυρακάκη επικεντρώνεται στο αντικείμενο της επιστήμης και τον διαχωρισμό του από το πραγματικό αντικείμενο. Ωστόσο η ανάλυση του Σταυρακάκη αφήνει κάποια τυφλά σημεία που αφορούν την συγκρότηση του επιστημικού υποκειμένου και την σχέση του με το αντικείμενο της επιστήμης. Ο Σταυρακάκης δεν προχωρά σε μια ανάλυση της επιθυμίας του επιστήμονα, της απόλαυσής του καθώς και στην φαντασίωση αρμονίας που τον διακατέχει. Με αυτόν τον τρόπο δεν κατορθώνει να αναλύσει την επιστήμη ως ιδεολογία που θεμελιώνεται σε ένα μετα-ιδεολογικό επίπεδο αυτό της απόλαυσης.

Συμπεράσματα
Η λακανική επιστημολογία αποδέχεται τον ρόλο της κατασκευής και ταυτόχρονα δεν απορρίπτει την ύπαρξη της πραγματικότητας. Το Πραγματικό ως αυτό που αντιστέκεται στις κατασκευές επιβεβαιώνει μέσα από την αποτυχία των αναπαραστάσεων την ανεξαρτησία της πραγματικότητας από αυτές. Μέσα από την έννοια του Πραγματικού  επιδιώκεται να απορρίφθεί ο επιστημολογικός σχετικισμός και να θεμελιωθεί ένα επιστημολογικό κριτήριο ορθολογικότητας. Η λακανική επιστημολογία θεμελιώνεται σε μια δομική προσέγγιση η οποία ταυτόχρονα θεωρεί την δομή ως ανοιχτή, δυναμική έννοια. Αυτές οι επισημάνσεις δείχνουν τα πλεονεκτήματα αυτής της ενδιαφέρουσας και γόνιμης προσπάθειας να αντιμετωπιστούν τα αδιέξοδα και οι αντιφάσεις της κουνιανής επιστημολογίας. Ωστόσο η προσπάθεια αυτή αντιμετωπίζει κάποιες δικές της αντιφάσεις.
 Το επιστημολογικό κριτήριο (Πραγματικό) που θέτει ο Σταυρακάκης αποτελεί ουσιαστικά ένα κριτήριο βασισμένο στην μη αποτελεσματικότητα ενός παραδείγματος, στην αρνητική του αποτελεσματικότητα. Η αδυναμία ικανοποιητικών προβλέψεων ή/και η διάψευση των ισχυρισμών που απορρέουν από ένα παράδειγμα αποτελεί ένα ανεστραμμένο κριτήριο ορθολογικότητας της κουνιανής επιστημολογίας στην οποία έμφαση δίνεται στην παραγωγικότητα μιας θεωρίας. Το Πραγματικό ως επιστημολογικό κριτήριο αποτελεί μια ιδιότυπη παραλλαγή του εργαλειακού ορθολογισμού που αποδίδει έμφαση στο αρνητικό πρόσημο της παραγωγής. Ο Σταυρακάκης επαναδιατυπώνει  τους ισχυρισμούς του Kuhn ανεστραμμένους τονίζοντας όχι την αποδοχή ενός νέου παραδείγματος αλλά την απόρριψη του παλιού. Η έννοια του Πραγματικού κρίνεται ατελέσφορη για να αποτελέσει επιστημολογικό κριτήριο που θα καθιστά προνομιούχο κάποιο παράδειγμα έναντι κάποιου άλλου.
Τέλος  ο Σταυρακάκης υποστηρίζει την ύπαρξη μιας  διαρκούς επιστημονικής επανάστασης (Stavrakakis,2007:10) και αποδίδει εκ των προτέρων  αναγκαιότητα κατά την μετάβαση από το ένα παράδειγμα στο άλλο. Η αναγκαιότητα της προοδευτικής μετάβασης από το πρότερο παράδειγμα στο επόμενο, δίνει ντετερμινιστικό χαρακτήρα στην  εξέλιξη της επιστήμης. Η αποδοχή της ενδεχομενικότητας απαιτεί την αποδοχή της πιθανότητας η επιστήμη να μην ακολουθεί διαρκώς προοδευτική πορεία ή ακόμη και την πιθανότητα να αποτύχει ολικά ως γνωσιακό εγχείρημα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Baltas, A. «Constraints and resistance: stating a case for negative realism». Στο E. Agassi (Επιμ.)  Realism and Quantum Physics. Amsterdam, Rodopi, 1997. σ 74-96.
Glynos, J. «The Grip of Ideology: A Lacanian Approach to the Theory of Ideology». Journal of Political Ideologies, 6(2),2001, pp. 191–214.
Jørgensen, M.W. & Phillips, L. J. Ανάλυση λόγου.Θεωρία και μέθοδος. Εκδόσεις Παπαζήσης. Αθήνα.2009.
Σταυρακάκης, Γ. Ο Λακάν και το πολιτικό.  Εκδόσεις Ψυχογιός. Αθήνα. 2008.
Σταυρακάκης, Γ. «Φύση και επιστημονικός λόγος στις νεωτερικές κοινωνίες: το επιχείρημα της κατασκευής». Στο Φύση Κοινωνία Επιστήμη: στην εποχή των τρελών αγελάδων. Διακινδύνευση και αβεβαιότητα. Επιμ. Λουλούδης, Λ., Γεωριάδου, Β., Σταυρακάκης, Γ. Εκδόσεις Νεφέλη. Αθήνα.1999
Stavrakakis Y. The Lacanian Left: Psychoanalysis, Theory, Politics. Edinburgh University Press. Edinburgh.2007.
Κάλφας Β. Επιστημονική πρόοδος και ορθολογικότητα. Νήσος.Αθήνα.1997.
Κιντή Β. Kuhn & Wittgenstein: Φιλοσοφική έρευνα της δομής των επιστημονικών επαναστάσεων. Σμίλη . Αθήνα.1995.
Kuhn, T. S.  Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων. Σύγχρονα Θέματα. Αθήνα.1962.
Laclau, E. and Mouffe, C. Hegemony and Socialist Strategy. Towards a Radical Democratic Politics. Verso.en P. London.1985.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου