Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Από τον Μπακούνιν στο Λακάν (ΙΙΙ)


Ντεριντά

Ο Ντεριντά επιτίθεται στον λογοκεντρισμό τον οποίο θεωρεί ότι βασίζεται στην μεταφυσική και αποτελεί θεμέλιο της εξουσίας. Καταπιάνεται με την σχέση ομιλίας και γραφής. Η ομιλία εξαρτάται από την γραφή που αποκλείει. Η γραφή είναι ένα συναναπλήρωμα της ομιλίας, είναι αποκλεισμένο από την παρουσία αλλά αναγκαία για τον σχηματισμό της ταυτότητάς της. Η έκθεση αυτής της λογικής της συναναπλήρωσης είναι μια από τις αποδομητικές στρατηγικές του Ντεριντά προεκειμένου να αντισταθεί στον λογοκεντρισμό. Η ομιλία εμφανίζεται ως αυθεντική ως προς τον εαυτό της και ως παρούσα στον εαυτό της, ενώ η γραφή φθίνει αυτή την παρουσία. Ο Ντεριντά επιχειρεί να δείξει ότι η αυθεντικότητα και η καθαρή ταυτότητα είναι πάντα υπό αμφισβήτηση, πάντα μολύνεται από αυτή που προσπαθεί να αποκλείσει. Σύμφωνα με αυτή τη λογική καμία ταυτότητα δεν είναι πλήρης ή καθαρή. Συγκροτείται από αυτό που την απειλεί. Ο Ντεριντά δεν αρνείται την ταυτότητα ή την παρουσία αλλά θέλει να τονίσει ότι η παρουσία ποτέ δεν είναι τόσο καθαρή όσο φαίνεται. Είναι πάντα ανοιχτή στον άλλο και πάντα μολύνεται από αυτόν. Ο Newman βασισμένος σε αυτή τη λογική θέτει το ερώτημα αν η εξουσία είναι το συναναπλήρωμα της ανθρώπινης υποκειμενικότητας όπως η γραφή είναι το συναναπλήρωμα της ομιλίας. Ίσως η εξουσία είναι κάτι που συγχρόνως απειλεί αλλά  και είναι αναγκαία για την συγκρότηση της ανθρώπινης υποκειμενικότητας.
Ο Ντεριντά επιτίθεται στην ουσιοκρατία. Η εξουσία για αυτόν είναι μη σταθερή και τυχαία. Ο λογοκεντρισμός επιβάλλει ιεραρχικές δυαδικές σχέσεις όπου ο ένας όρος θεωρείται κατώτερος από τον  άλλο. Ωστόσο ο Ντεριντά δεν θέλει απλά την αναστροφή αυτόν τον όρων για παράδειγμα η γραφή να καταλάβει την θέση της ομιλίας. Η αναστροφή των δυαδικών όρων αφήνει τον ιεραρχικό τους διαχωρισμό ανέπαφο. Η επανάσταση ή αναστροφή δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να επιβεβαιώνει τον τόπο της εξουσίας στην προσπάθειά της να απαλλαγεί από αυτή. Έτσι οι μαρξιστές επιδιώκουν να αντικαταστήσουν το αστικό κράτος με το εργατικό κράτος ή οι αναρχικοί επιτιθέμενοι στο κράτος επιδιώκουν να υποκαταστήσουν την εξουσία του κράτους με μια νέα λογική της  εξουσίας βασισμένη στην ανθρώπινη ουσία. Η αναστροφή της ιεραρχίας είναι μια επανεγγραφή της εξουσίας με διαφορετική αμφίεση, στην περίπτωση του αναρχισμού συναντάμε μια ανθρωπιστική αμφίεση. Ο Ντεριντά προτείνει τον μετασχηματισμό της δυαδικής ιεραρχίας και όχι την απλή αναστροφή της, με την μετατόπιση των όρων της. Ο Φουκώ με την αναφορά στα σώματα και τις απολαύσεις αλλά και ο Ντελέζ – Γκουατταρί με την έμφαση στην επιθυμία πέφτουν στην παγίδα της ουσιοκρατίας ενώ ο Ντεριντά όχι. Ο Ντεριντά επιλέγει ένα πολεμικό μοντέλο για να διακρίνει την ετερογένεια, τους ανταγωνισμούς και τις απουσίες πίσω από το προσωπείο της ολότητας. Αυτή η στρατηγική ονομάζεται από τον Ντεριντά, διαφωρά για να διακριθεί από την απόλυτη διαφορά  της ουσιοκρατίας. Είναι μια διαφορά ή μια κίνηση διαφορών που η ταυτότητά τους είναι πάντα ασταθής και ποτέ απόλυτη. Η διαφωρά αναφέρεται ως μια δομή ή υποδομή. Έτσι βασίζεται σε μια ενότητα βασισμένη στη δικιά της μη ενότητα, συγκροτείται από τα ίδια τα όριά της. Η δομή αυτή κυβερνείται από την αρχή του αναποφάνσιμου, δεν επιβεβαιώνει ούτε αρνείται την ταυτότητα αλλά παραμένει στην κατάσταση του αναποφάνσιμου μεταξύ των δυο. Το αναποφάνσιμο της δομής δεν έχει στόχο να επιβεβαιώσει την απουσία ή την παρουσία, την διαφορά ή την ταυτότητα. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι θα πέφταμε στην παγίδα του τόπου. Η αντιστροφή της τάξης θα σήμαινε απλά την θεμελίωση μιας άλλης τάξης. Το αναποφάνσιμο του πολεμικού μοντέλου του Ντεριντά δεν επιβεβαιώνει κανέναν από τους δυαδικούς όρους.
Ο Ντεριντά υποστηρίζει ότι η αποδόμηση δεν θεμελιώνεται  ούτε στον τόπο του λογοκεντρισμού αλλά ούτε και στον τόπο της αντίστασης. Η αποδόμηση λειτουργεί ως ένα μονοπάτι μεταξύ των δύο τόπων. Η αποδόμηση όπως υποστηρίζει ο Caputo είναι μια στρατηγική υπευθυνότητας προς τον αποκλεισμένο άλλο. Αντίθετα με την ερμηνευτική η οποία προσπαθεί να αφομοιώσει τη διαφορά στην τάξη του ίδιου, του Είναι, η αποδόμηση επιδιώκει να ανοίξει έναν χώρο για τη διαφορά. Η αποδόμηση δεν είναι η απόρριψη της ηθικής αλλά η επαναξιολόγησή της. Οι ηθικές αρχές δεν μπορούν ποτέ να είναι απόλυτες ή καθαρές, πάντα μολύνονται από αυτό που αποκλείουν. Το καλό επιμολύνεται από το κακό, η λογική από το άλογο.
Ο Ντεριντά υποστηρίζει ότι η αυθεντία του νόμου είναι αμφισβητήσιμη και κατά ένα μέρος παράνομη. Αυτό συμβαίνει επειδή η αυθεντία του νόμου που θεμελιώνει τον νόμο, νομιμοποιείται αφού ο νόμος θεμελιωθεί. Έτσι η αυθεντία πάνω στην οποία βασίζεται ο νόμος είναι εκτός νόμου αφού προϋποτίθεται του νόμου. Έτσι η θεμελίωση του νόμου είναι πράξη άνομη και βίαιη. Ο Ντεριντά σε αντίθεση με τους αναρχικούς δεν δέχεται την αντίθεση μεταξύ του τεχνητού νόμου και του φυσικού νόμου. Για τον Ντεριντά ο φυσικός νόμος δεν είναι καθαρός αλλά είναι επιμολυσμένος από τον τεχνητό. Έτσι υποστηρίζει ο Newman ο τεχνητός νόμος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συναναπλήρωμα του φυσικού νόμου. Η αποδόμηση επερωτά την αυθεντία του νόμου, αποκαλύπτει την βίαιη θεμελίωσή του. Για να αποφύγει ωστόσο κανείς να επαναθεμελιώσει τον νόμο πρέπει να διακρίνει τον νόμο (δίκαιο) από τη δικαιοσύνη. Το δίκαιο για τον Ντεριντά είναι η γενική εφαρμογή ενός κανόνα ενώ η δικαιοσύνη είναι το άνοιγμα του δίκαιου στον άλλο. Η δικαιοσύνη υπάρχει σε μια σχέση ετερότητας με το δίκαιο, ανοίγει τον λόγο του δίκαιου στο έξωθεν. Για τον Ντεριντά η δικαιοσύνη σε αντίθεση με το δίκαιο δεν είναι αποδομήσιμη. Ωστόσο κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί ότι εφόσον η δικαιοσύνη δεν είναι αποδομήσιμη, μήπως κρύβεται κάποια ουσία από πίσω, η οποία αντιτίθεται στην αντι -ουσιοκρατική προσέγγιση της αποδόμησης. Στον Ντεριντά απουσιάζει μια πλήρη εννοιολόγηση αυτού του έξωθεν με αποτέλεσμα να  κινδυνεύει να υποπέσει στην παγίδα της ουσιοκρατίας. Για τον Ντεριντά η δικαιοσύνη εκτελεί μια μετατόπιση του δίκαιου. Η δικαιοσύνη έχει μια ηθική διάσταση εφόσον υπονοεί ελευθερία και υπευθυνότητα για τις πράξεις μας. Η δικαιοσύνη είναι η εμπειρία του αδύνατου επειδή υπάρχει σε μια κατάσταση αναβολής και μη απόφασης. Είναι πάντα μη μετρήσιμη, είναι υπόσχεση αυτού που θα έρθει και που δεν πρέπει να επιτευχθεί γιατί τότε θα σταματούσε να είναι δικαιοσύνη και θα γινόταν δίκαιο.

2 σχόλια:

  1. Πράγματι ο Ντεριντά έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον και τον βλέπω με μεγάλη συμπάθεια.

    Μία κριτική εναντίον του είναι ότι η αποδόμηση ομοιάζει με την κατηγορική προσταγή του Καντ. Η αλήθεια είναι ότι σε μία συνέντευξη του ρωτήθηκε μήπως η αποδόμηση συμβάλει στην αναβολή της απόφασης. Ο ίδιος μου φάνηκε ότι φλυαρούσε καταλήγοντας στο ότι οφείλουμε να δρούμε, πράγμα που ίσως δείχνει την καντιανή επιρροή.
    Παράλληλα, η σκέψη του μπορεί να ενταχθεί σε αυτές της υπερβατικότητας, όπου η δύναμή μας απέναντι στην μη-αποδομήσιμη έννοια πχ της Δικαιοσύνης είναι στην ουσία μηδενική , αφού δεν πρόκειται να την αγγίξουμε ποτέ. Η Ιδέα δηλ. καθίσταται ατέρμονα υπερβατική και απροσέγγιστη. Έχουμε δηλ. και δω το κυνήγι του Απόλυτου Άλλου και πάντα αποτυγχάνουμε να το πετύχουμε.
    Αναπάντητο , νομίζω, ερώτημα, πώς γεφυρώνεται τελικά, το υπερβατικό με το εμμενές;το διάστημα ανάμεσα στη μη-αποδομήσιμη Δικαιοσύνη και το αποδομήσιμο δίκαιο;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Συμφωνώ με την κριτική σου. Θα πρόσθετα επίσης οτι ο λόγος της αποδόμησης εμφορείται από ένα διαστροφικό χαρακτήρα αυτόν της απάρνησης. Από τη μια δέχεται οτι δεν υπάρχει κάποιο υπερβατικό σημαινόμενο που να εγγυάται το νόημα και από την άλλη θεωρεί στθερή την σημασία ενός κειμένου προκειμένου στη συνέχεια να την αποδομήσει. Βεβαια θύμα του διαστροφικού λόγου πέφτει και ο λακανισμός ο οποίος δέχεται οτι το συμβολικό συγκροτείται γύρω από μια έλλειψη ενώ στη συνέχεια επιδιώκει την αποστεθεροποίηση ενός κύριου σημαίνοντος. Ενώ η δομή θεωρείται έκκεντρη, στην πραγματικότητα πάντα κάποιο σημαίνον καταλαμβάνει το κέντρο της δομής. Εκτός αυτού, η Δικαιοσύνη κινδυνεύει να καταστεί ουσία. Η απόφαση αναβάλλεται επ' άπειρον ενώ για παράδειγμα στον Ζίζεκ η απόφαση συμπυκνώνεται σε μια πράξη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή