Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

Η εγκληματική πράξη της Ιουλιέτας



Η Αντιγόνη δεν αποτελεί το μόνο πρότυπο επαναστατικής πράξης που προβάλει ο Ζίζεκ. Η Ιουλιέτα (Ζυλιέτ) του μαρκήσιου ντε Σαντ αποτελεί κατά τον Ζίζεκ ένα ακόμη παράδειγμα ριζικής πράξης. Η Ιουλιέτα (1779-1801) αποτελεί ένα βιβλίο περίπου 1200 σελίδων όπου απαριθμούνται από την ηρωίδα , Ιουλιέτα , οι περιπέτειες και τα εγκλήματά της. Η Ιουλιέτα αποτελεί  το αντίθετο της αδελφής της Ιουστίνης (Ζυστίν) όπως και η Αντιγόνη το αντίθετο της αδελφής της, Ισμήνης. Η Ιουστίνη (¨Ή τα βάσανα της αρετής) και η Ιουλιέτα (Ή η ευημερία της διαστροφής) είναι έργα επηρεασμένα από τα φιλοσοφικά μυθιστορήματα του Βολταίρου. Ο Σαντ αναπαράγει ιδέες του υλισμού και αθεϊσμού έτσι όπως διατυπώθηκαν από τους La Metrie, Holbach και άλλους συχνά μάλιστα υποπίπτοντας σε λογοκλοπή. Η Ιουστίνη και η Ιουλιέτα περιέχουν σκηνές βίας και διστροφικού σεξ που διακόπτονται από διαλέξεις και κηρύγματα των σαδικών ηρώων σχετικά με την ηδονή, την ηθική, το θεό, τη φύση,το έγκλημα, την ύλη.
Ας συνοψίσουμε το περιεχόμενό τους επικεντρώνοντας στη σαδική Ιουλιέτα  Η Ιουστίνη είναι μια νέα και αγνή και αδιάφθορη κοπέλα που ωστόσο βασανίζεται συνεχώς από διεφθαρμένους και βίαιους ανθρώπους. Για αυτό το λόγο ο Σαντ δίνει και υπότιτλο στην Ιουστίνη Τα βάσανα της αρετής. Η Ιουλιέτα σε αντίθεση με την αδελφή της είναι πλήρως διεφθαρμένη και έχει εγκληματική φύση. Παρόλα αυτά τα εγκλήματά της πάντα της αποφέρουν πλούτη και τιμή χωρίς καμία συνέπεια. Η Ιουλιέτα περιλαμβάνει μια σωρεία σεξουαλικών διαστροφών όπως ο φετιχισμός, η επιδειξιομανία, η ηδονοβλεψία, ο μαζοχισμός, ο σαδισμός, η παιδοφιλία, η κτηνοβασία και η νεκροφιλία. Παρακάτω ακολουθούν τα βασικά σημεία της ιστορίας της Ιουλιέτας. Η Ιουλιέτα έμεινε ορφανή και κατέληξε σε ένα μοναστήρι όπου την διέφθειρε μια μοναχή. Όταν την έδιωξαν από το μοναστήρι κατέληξε σε ένα μπουρδέλο. Εκεί γνώρισε άτομα της υψηλής κοινωνίας όπως τον υπουργό Σαιν Φοντ και το «τσιράκι» του την λεσβία Κλερβίλ η οποία επιδιώκει να σκοτώσει όσο πιο πολλούς άντρες μπορεί. Η Ιουλιέτα παντρεύεται και στη συνέχεια δολοφονεί τον κόμη Lorsange υφαρπάζοντας τον τίτλο και τα χρήματά του. Ωστόσο εξαγριώνει τον Σαιν Φοντ επειδή αρνείται να συμμετέχει στο σχέδιό του που περιλάμβανε την εξολόθρευση όλων των φτωχών της Γαλλίας. Φοβούμενη για τη ζωή της διαφεύγει στην Ιταλία. Στην Ιταλία συναντά μια πλειάδα λιμπερτίνων μεταξύ των οποίων και τον Ρώσο γίγαντα Μινσκ που ήταν κανίβαλος. Επίσης γνωρίζει τον πάπα Πίο VI που τη σαγηνεύει με τα κηρύγματά του σχετικά με τον αθεϊστικό υλισμό του. Η Ιουλιέτα τον τυφλώνει και τον ληστεύει για ανταπόδοση. Επίσης διαπράττει ένα πλήθος εγκλημάτων που όλα της επιφέρουν κέρδη χωρίς να τιμωρείται για αυτά.
Όπως υποστηρίξαμε παραπάνω πρότυπο της αναλυτικής πράξης είναι η αυτοκτονία και το έγκλημα. Η αυτοκτονία αναφέρεται στην υποκειμενική καθαίρεση, στην έκπτωση του υποκειμένου, στην διάλυσή του. Βέβαια ο θάνατος του υποκειμένου σημαίνει ταυτόχρονα και την αναγέννησή του, μέσω της ριζικής αλλαγής του.
Η αυτοκτονική πράξη της Αντιγόνης αναφέρεται σε αυτόν τον συμβολικό θάνατο του υποκειμένου. Αντιθέτως η εγκληματική πράξη της Ιουλιέτας αναφέρεται στην καταστροφή της συμβολικής τάξης, στην πλήρη αποσύνθεσή της ώστε να είναι δυνατή η νέα δημιουργία. Έτσι στην Αντιγόνη η έμφαση δίνεται στο θάνατο και την αναγέννηση του υποκειμένου ενώ στην πράξη της Ιουλιέτας ο καταστροφή  και η αναδημιουργία της συμβολικής τάξης. Η πρώτη αναφορά του Λακάν στο έγκλημα γίνεται στην Ηθική της ψυχανάλυσης όταν σχολιάζει τον Σαντ. Σύμφωνα με τον Λακάν, ο Σαντ υποστηρίζει ότι μέσα από το έγκλημα ο άνθρωπος συμπράττει στις νέες δημιουργίες της φύσης (Keenan,2005:115). Το έγκλημα ως παραβίαση και καταστροφή  είναι αναγκαίο για τη δημιουργία επειδή η καθαρή μορφή της φύσης παρεμποδίζεται από τις ίδιες τις μορφές της. Ο Λακάν κατά την ανάγνωση του σαδικού έργου έχει επηρεαστεί πολύ από την ανάλυση του Μπατάιγ και του Κλοσσόφσκι που τονίζουν το στοιχείο της παραβίασης και της βίας. Ο Ζίζεκ θα μείνει πιστός σε αυτή την γραμμή ανάλυσης όπου όμως η παράβαση δεν σημαίνει μια διαρκής επαναεπικύρωση του νόμου αλλά πλήρη ανατροπή και επανεγγραφή του.
Η Ιουλιέτα αποτελεί και αυτή ενσάρκωση της ενόρμησης θανάτου. Οι πράξεις της χαρακτηρίζονται από απάθεια, από την έλλειψη ευχαρίστησης. Η απάθεια με την οποία εκτελεί τα εγκλήματά της αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της βεβαιότητας ότι κινείται πέραν της αρχής της ευχαρίστησης.  Η ηθικότητα της πράξης στηρίζεται στο ότι κινείται αποκλειστικά στα όρια της jouissance, αποτελεί μια πράξη αυτοσκοπό.  Η απάθεια πραγματώνει τη δυνατότητα απόλαυσης, ενσαρκώνει το ιδεώδες της ελευθερίας. Η απάθεια τίθεται στην υπηρεσία της jouissance του εκτελεστή. Η απάθεια δεν αποκτιέται αμέσως αλλά μέσα από την συχνή επανάληψη, την άσκηση όπως την ονομάζει ο Σαντ. Η επανάληψη αποτελεί το χαρακτηριστικό της ενόρμησης  θανάτου, πρόκειται για επανάληψη της  αποτυχίας της ενόρμησης να κατακτήσει τον αδύνατο στόχο της. Η απαθής επανάληψη στοχεύει στην εξάλειψη της ηθικής συνείδησης δηλαδή στην καταστροφή μιας ηθικής του Αγαθού. Η απαθής επανάληψη έχει ως αποτέλεσμα την ηδονική αναλγησία. Τέλος η απαθής επανάληψη οδηγεί στην έξοδο του υποκειμένου από τον εαυτό του-από τη συνείδηση- δηλαδή την τερατωδία όπως σημειώνει ο Κλοσσόφσκι στο έργο του  Ο ανοσιουργός φιλόσοφος. Για το σημείο και τη διαστροφή στο Sade. Το υποκείμενο της πράξης είναι το υποκείμενο της ενόρμησης, ανήκει στην περιοχή του τερατώδους όπως τερατώδεις είναι οι πράξεις της Ιουλιέτας και της Αντιγόνης.
Η απάθεια της Ιουλιέτας δεν είναι το μόνο ενδεικτικό στοιχείο ότι ενσαρκώνει την ενόρμηση θανάτου.Διαβάζοντας κανείς τις τερατώδεις πράξεις της Ιουλιέτας δεν διεγείρεται σεξουαλικά, δεν νιώθει σεξουαλική ευχαρίστηση. Όπως όλες οι σαδικές περιγραφές, οι πράξεις της Ιουλιέτας χαρακτηρίζονται από ακραίες υπερβολές που δημιουργούν στον αναγνώστη συναισθήματα αηδίας και απώθησης. Δεν δίνουν τη δυνατότητα στον αναγνώστη να ταυτιστεί με τους σαδικούς ήρωες. Ο Ζίζεκ υποστηρίζει ότι η αδυναμία ταύτισης του αναγνώστη με τις σαδικές περιγραφές αποτελεί έκφραση της καντιανής καθαρότητας του Σαντ (Ζίζεκ, 2006:210). Το σαδικό κείμενο υπάγεται στην αρχή πέραν της ευχαρίστησης, απευθύνεται σε ένα μη "παθολογικό" υποκείμενο με την καντιανή έννοια, σε ένα υποκείμενο που δεν πράττει με βάση τα πάθη, τους φόβους και τα συναισθήματά του.  Έτσι η Ιουλιέτα αποτελεί ένα μη «παθολογικό» υποκείμενο με την αυστηρά καντιανή έννοια.
Η σαδική Ιουλιέτα αποτελεί όπως και η Αντιγόνη ένα παράδειγμα καθαρού υποκειμένου της ενόρμησης όπου τα ανθρώπινα στοιχεία έχουν απαλειφτεί. Ο Ζίζεκ σημειώνει χαρακτηριστικά ότι το πρόβλημα είναι ότι είμαστε υπερβολικά ανθρώπινοι, ο Χίτλερ ήταν ανθρώπινος, υπερβολικά ανθρώπινος. Η πράξη έχει τερατώδη χαρακτήρα. Ο Αλτουσσέρ αποτέλεσε το παράδειγμα ενός θεωρητικού αντι- ανθρωπισμού ενώ ο Λακάν υπήρξε ριζοσπαστικότερος υποστηρίζοντας έναν πρακτικό αντι- ανθρωπισμό. Η Αντιγόνη και η Ιουλιέτα αντιστοιχούν στο μη ανθρώπινο με χαρακτηριστικό τους, την επιμονή στην καθαρή επιθυμία τους, μια επιθυμία θανάτου.
Το να ακολουθείς την ενόρμηση θανάτου δεν σημαίνει κατά τον Ζίζεκ μόνο  το να πεθαίνεις για την επιθυμία σου, να αφανίζεσαι ως υποκείμενο της συμβολικής τάξης . Πολύ περισσότερο σημαίνει ότι λειτουργείς σαν την Ιουλιέτα, ξεκινάς τις εκκαθαρίσεις χωρίς κανέναν ανθρώπινο οίκτο (με απάθεια), εκτελώντας το επαναστατικό καθήκον σου όπως οφείλεις ακόμη και αν αυτό σημαίνει τον θάνατό σου. Η πράξη ενέχει την καταστροφή του συμβολικού, εκτός από το θάνατο του υποκειμένου. Ο Ζίζεκ σκοπεύει σε μια ηθική όπου το επαναστατικό υποκείμενο μεταβαίνει από την κατάσταση υποταγής στον νόμο (θύμα όπως η Ισμήνη και η Ιουστίνη) στην κατάσταση του θύτη.
Η σύνδεση της εγκληματικής Ιουλιέτας με την επαναστική τρομοκρατία είναι προφανής μέσα στο έργο του Ζίζεκ. Η Ιουλιέτα αποτελεί έκφραση της θεϊκής βίας του Μπένγιαμιν. Η θεϊκή βία αναφέρεται στην επαναστατική τρομοκρατία του 1792-94 αλλά και στην κόκκινη τρομοκρατία του 1919 όπως αναφέρει ο Ζίζεκ (2008:15) στην εισαγωγή του έργου Αρετή και Τρομοκρατία του Ροβεσπιέρου. Ο Ζίζεκ υποστηρίζει ότι η Αριστερά πρέπει να αποδεχτεί το τρομοκρατικό της παρελθόν ως δικό της παρελθόν ασκώντας παράλληλα κριτική σε αυτό. Το καθήκον της σύγχρονης Αριστεράς είναι να επινοήσει εκ νέου τη χειραφετητική τρομοκρατία. Η χειραφετητική τρομοκρατία πρέπει να στηριχθεί σε ένα πρακτικό αντι-ανθρωπισμό (σε αντίθεση με τον Αλτουσέρ που επέμενε σε ένα θεωρητικό αντι-ανθρωπισμό) (Ζίζεκ,2008:22).

13 σχόλια:

  1. ο Χόρκχάιμερ και ο Αντόρνο στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού ανέλυσαν στο παράρτημα ΙΙ την σχέση του Καντ με το Σαντ αλλά και την συμπεριφορά της σαδικής Ιουλιέτας. Οι Χ/Α σε αντίθεση με το Ζίζεκ εντοπίζουν στο πρόσωπο της Ιουλιέτας όχι μια μορφή χειραφέτησης αλλά μια πρωτο-ολοκληρωτική μορφή που προδιέγραψε την άνοδο του ναζισμού, φασισμού αλλά και του κρατικού σοσιαλισμού όπως σημειώνουν. Οι Χ/Α ταυτίζουν στην ανάλυσή τους χωρίς να δηλώνεται άμεσα τον καντιανό νόμο με το υπερεγώ. Η Ιουλιέτα ακολουθεί τις επιταγές του υπερεγώ και η καταστροφική συμπεριφορά της είναι το τίμημα που πληρώνει για την άρνηση της ηδονής, για την παραίτηση από τις απαιτήσεις του id.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τί πιστεύεις για την ταύτιση αυτή του καντιανού νόμου με το υπερεγώ, και ποιά η σχέση με το ''όνομα του Πατέρα'';

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Στο ερώτημα ποια η σχέση νόμου και υπερεγώ απαντά ο ίδιος ο Ζίζεκ στο κείμενό « ο Καντ με (ή εναντίον; ) του Σαντ (ο τίτλος φανερώνει την αντιφατική τους σχέση, δεν είναι μια σχέση ταύτισης αλλά συσχετισμού) :

    «Το ερώτημα είναι : είναι ο καντιανός ηθικός νόμος μεταφράσιμος σε μια φροϋδική έννοια του υπερεγώ ή όχι; αν η απάντηση είναι ναι τότε «ο Καντ με τον Σαντ» σημαίνει ότι ο Σαντ είναι η αλήθεια της καντιανής ηθικής. Αν ο καντιανός ηθικός νόμος δεν μπορεί να ταυτιστεί με το υπερεγώ ( ο Λακάν στις τελευταίες σελίδες του Σεμιναρίου ΧΙ λέει ότι ο ηθικός νόμος είναι ισοδύναμος με την επιθυμία ενώ το υπερεγώ τροφοδοτεί τον συμβιβασμό του υποκειμένου με την επιθυμία του), τότε ο Σαντ δεν είναι όλη η αλήθεια της καντιανής ηθικής αλλά μια μορφή της διεστραμμένης συνειδητοποίησής της. Εν συντομία μακράν από το να είναι πιο ριζοσπαστικός από τον Καντ, ο Σαντ αρθρώνει τι συμβαίνει όταν το υποκείμενο προδίδει την αληθινή αυστηρότητα της καντιανής ηθικής.»

    Το υπερεγώ δεν ταυτίζεται από τον Λακάν με το Νόμο. Ο Νόμος ταυτίζεται με την καθαρή επιθυμία, δηλαδή με την επιθυμία θανάτου. Το υπερεγώ είναι αυτό που εναντιώνεται στην επιθυμία, την καταστέλλει. Αντιθέτως ο Νόμος ή κατηγορική προσταγή είναι αυτή που θεωρεί το να ακολουθήσει την καθαρή επιθυμία αποτελεί απροϋπόθετο καθήκον του. Το υπερεγώ έρχεται σε αντίθεση με την ψυχαναλυτική ηθική που βασίζεται στο να μην υποχωρείς από την επιθυμία σου. Και η βαθύτερη επιθυμία είναι επιθυμία απόλαυσης, προσέγγισης του θανατηφόρου πράγματος έστω μέσω της μετουσίωσης. Ο Σαντ αποτελεί μια διεστραμμένη μορφή συνειδητοποίησης της καντιανής ηθικής όπως γράφει ο Ζίζεκ.
    Στη συνέχεια ο Ζίζεκ αναζητά την πολιτική διάσταση της διάκρισης Νόμου και υπερεγώ. Γράφει:

    «Αυτή η διαφορά είναι κρίσιμη σε σχέση με τις πολιτικές της συνέπειες: αν η λιβιδική δομή των ολοκληρωτικών καθεστώτων είναι διαστροφική (το υποκείμενο του ολοκληρωτισμού καταλαμβάνει τη θέση του αντικειμένου- οργάνου της joissance του Άλλου, ο «Σαντ ως η αλήθεια του Καντ» θα σήμαινε ότι η καντιανή ηθική περιλαμβάνει και δυνατότητες ολοκληρωτισμού. Αν παρόλα αυτά εκλάβουμε την καντιανή ηθική ως ακριβώς απαγόρευση στο υποκείμενο να καταλάβει τη θέση του αντικειμένου- οργάνου της joissance του Άλλου, δηλαδή να το καλείς να αναλάβει την πλήρη ευθύνη για όσα ισχυρίζεται ότι είναι το καθήκον του, τότε ο Καντ είναι ένας βασικός πολέμιος του ολοκληρωτισμού.»

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Είναι φανερό ότι ο Νόμος ως καθαρή επιθυμία οδηγεί στην διέλευση της φαντασίωσης , αποτελεί μια πράξη αναλυτική, οδηγεί στην κοινωνική χειραφέτηση. Ο Καντ είναι πολέμιος του ολοκληρωτισμού. Αντιθέτως η διεστραμμένη προδοσία του Νόμου (Σαντ) οδηγεί στον ολοκληρωτισμό. Η συσχέτιση του Καντ με το Σαντ αναδεικνύει επομένως κοινά στοιχεία αλλά και ουσιώδεις διαφορές. Τα κοινά στοιχεία είναι ότι βασίζονται σε μια δεοντολογική ηθική που υποχρεώνει και ότι αυτή έχει καθολική ισχύ. Επίσης κοινό στοιχείο τους είναι η έμφαση στον πόνο, στην άρνηση της καλής ζωής, της ευδαιμονίας. Ο πόνος για τον Καντ φανερώνει ότι πράγματι το να κάνει κάποιος το καθήκον του δεν απορρέει από κάποιο προσωπικό όφελος. Επίσης η πρόκληση πόνου είναι το ζητούμενο για το σαδιστικό εκτελεστή. Η διαφορά τους είναι στην αντίληψη του Νόμου ως αποφυγής του παθολογικού αντικειμένου της επιθυμίας από τον Καντ και ως επιδίωξης του παθολογικού αντικειμένου από το Σαντ. Η κατηγορική προσταγή έχει την ίδια δομή αλλά διαφέρει στο περιεχόμενο στον Καντ και τον Σαντ. Επίσης η κεντρική τους διαφορά είναι η ταύτιση του Νόμου με το υπερεγώ στη σαδική κατηγορική προσταγή. Εδώ βέβαια πρέπει να σημειωθεί ότι ο Λακάν διαφοροποιείται εν μέρει από τον Καντ στην περιγραφή της ηθικής της ψυχανάλυσης. Ταυτίζει τον Νόμο με την επιθυμία ενώ ο Καντ αντιμετωπίζει το Νόμο ως το θεματοφύλακα του ήθους από τις παθολογικές επιθυμίες. Για το Λακάν δεν υφίσταται έννοια της «παθολογικής» επιθυμίας αλλά επιθυμίας στην καθαρή της μορφή. Όπως σημειώνει ο Ζίζεκ:

    «…το καθεστώς της επιθυμίας δεν είναι από μόνο του «παθολογικό». Εν συντομία ο Λακάν θέτει την αναγκαιότητα μιας «κριτικής της καθαρής επιθυμίας» σε αντίθεση με τον Καντ για τον οποίο η ικανότητα να επιθυμούμε είναι εξολοκλήρου «παθολογική» (αφού όπως επανειλημμένως τονίζει, δεν υπάρχει a priori σύνδεσμος μεταξύ ενός εμπειρικού αντικειμένου και της ευχαρίστησης που αυτό το αντικείμενο δημιουργεί στο υποκείμενο), ο Λακάν υποστηρίζει ότι υπάρχει ένα « αγνό καθεστώς επιθυμίας» αφού η επιθυμία έχει ένα μη παθολογικό a priori αντικείμενο- αίτιο, αυτό το αντικείμενο είναι φυσικά αυτό που ο Λακάν ονομάζει αντικείμενο α.»

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Συνοψίζοντας , ο Ζίζεκ διακρίνει τον Καντ από τον Σαντ, την χειραφετητική από την ολοκληρωτική πολιτική πρακτική, τον Νόμο από το υπερεγώ. Μάλιστα ο Νόμος έχει αντι-ολοκληρωτική μορφή εφόσον απαγορεύει σε κάποιον να καταλάβει τη θέση του σαδιστή εκτελεστή, να ισχυριστεί ότι κάποιος κάνει το καθήκον του χωρίς να το επιθυμεί πραγματικά. Η ανάληψη της ευθύνης από την πλευρά του δρώντος , της ευθύνης της επιθυμίας του είναι πολύ σημαντική και αυτή σε τελική ανάλυση είναι η διαφορά μεταξύ ολοκληρωτισμού και αντι-ολοκληρωτισμού.
    Ο Αντόρνο και ο Χόρκχάιμερ ταυτίζουν στην ανάλυσή τους χωρίς να δηλώνεται άμεσα τον καντιανό νόμο με το υπερεγώ. Η Ιουλιέτα ακολουθεί τις επιταγές του υπερεγώ και η καταστροφική συμπεριφορά της είναι το τίμημα που πληρώνει για την άρνηση της ηδονής, για την παραίτηση από τις απαιτήσεις του id. Μένουν προσηλωμένοι στην πρώτη εννοιολόγηση των ενορμήσεων από τον Φρόιντ όπου δεν υφίσταται ενόρμηση θανάτου. Δεν διακρίνουν δηλαδή το Νόμο από το υπερεγώ αλλά τα ταυτίζουν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Το όνομα του πατέρα ταυτίζεται με το Νόμο. Απαγορεύει την θανατηφόρα επαφή με το μητρικό Πράγμα (Das Ding)το οποίο μπορεί να συσχετιστεί με το πράγμα καθαυτό. Ο Νόμος οδηγεί στη μετουσίωση, στην ανύψωση ενός αντικειμένου στην λαμπρότητα του Πράγματος. Διαφορετικά θα κατέρρεε το υποκείμενο στην ψύχωση, σε ένα σύμπαν από αιωρούμενα σημαίνοντα, όπου η απόλαυση θα ήταν αδιαμεσολάβητη. Η μετουσίωση είναι αυτή που διαφοροποιεί την αναλυτική πράξη ή διέλευση της φαντασίωσης από το ψυχωτικό πέρασμα στην πράξη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Eυχαριστώ για τη λεπτομερή απάντηση. Κάτι μου λέει πως θα έπρεπε να τα δούμε όλα αυτά σε σχέση και με τη δομή του ''νόμου της αξίας'', επεκτείνοντας όσα λέει ο Ζίζεκ για το ''φετιχισμό'' σε σχέση με το σύμπτωμα, δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι σχετικά. Πάλι η προβληματική αυτή θα εκβάλλει στη σχέση Κάντ-Χέγκελ-Λακάν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Όσο για την πρωταρχική απώλεια του Μητρικού Πράγματος μάλλον αυτή η πρωταρχική άμεση σχέση αναδρομικά συγκροτημένη θυμίζει πιο πολύ μια άμεση σχέση υποκειμένου-αντικειμένου τύπου Χέγκελ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Διαβάζοντας κανείς τις τερατώδεις πράξεις της Ιουλιέτας δεν διεγείρεται σεξουαλικά, δεν νιώθει σεξουαλική ευχαρίστηση. Όπως όλες οι σαδικές περιγραφές, οι πράξεις της Ιουλιέτας χαρακτηρίζονται από ακραίες υπερβολές που δημιουργούν στον αναγνώστη συναισθήματα αηδίας και απώθησης. Δεν δίνουν τη δυνατότητα στον αναγνώστη να ταυτιστεί με τους σαδικούς ήρωες. Ο Ζίζεκ υποστηρίζει ότι η αδυναμία ταύτισης του αναγνώστη με τις σαδικές περιγραφές αποτελεί έκφραση της καντιανής καθαρότητας του Σαντ (Ζίζεκ, 2006:210). Το σαδικό κείμενο υπάγεται στην αρχή πέραν της ευχαρίστησης, απευθύνεται σε ένα μη "παθολογικό" υποκείμενο με την καντιανή έννοια, σε ένα υποκείμενο που δεν πράττει με βάση τα πάθη, τους φόβους και τα συναισθήματά του. Έτσι η Ιουλιέτα αποτελεί ένα μη «παθολογικό» υποκείμενο με την αυστηρά καντιανή έννοια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Η τελευταία παράγραφος οδηγεί στον ζιζεκικό Λένιν(;), έναν ψυχρό επαγγελματία επαναστάτη όπως και ο Μάο, εξομοιωμένοι με την καθολική επιταγή προς απόλαυση που πρεσβεύει ο Ντε Σαντ.Ο Λένιν ως εκπρόσωπος ενός μίσους απαθούς, μιας απόλυτης εχθρότητας το μίσος από τη συμβολική τάξη της υπεράσπισης της πατρίδας το μεταφέρει καθολικευμένα στην πάλη των τάξεων. Έτσι το μίσος γίνεται αδιάφορο απέναντι στα σύνορα και απαθές αλλά γίνεται απόλυτο και ο Λένιν το προάγει.
    Εν πάση περιπτώσει, είτε Λένιν είτε Ιουλιέτα, ή ο ίδιος ο Ζίζεκ στην πράξη δε βλέπω να δρουν πέραν από το διαφορετικό αλλά όχι το απόλυτο ξένο , με μία έννοια ριζικού εξωτισμού, αλλά στην έννοια της διαφοράς που τόσο πολύ (προσπαθεί τουλάχιστον) να πολεμήσει ο Ζίζεκ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Η σύνταξη δεν ήταν και τόσο καλή. Εννοώ ότι και οι 3 αναφορές είναι διαφορετικές αλλά γνωστές και αφομοιωμένες από την κυρίαρχη ιδεολογία και πρακτική ακόμη και ως παρεκκλίσεις. Κατά συνέπεια, δεν έχουν σχέση με κάποια ριζική ετερότητα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Η σύνδεση της εγκληματικής Ιουλιέτας με την επαναστική τρομοκρατία είναι προφανής μέσα στο έργο του Ζίζεκ. Η Ιουλιέτα αποτελεί έκφραση της θεϊκής βίας του Μπένγιαμιν. Η θεϊκή βία αναφέρεται στην επαναστατική τρομοκρατία του 1792-94 αλλά και στην κόκκινη τρομοκρατία του 1919 όπως αναφέρει ο Ζίζεκ (2008:15) στην εισαγωγή του έργου Αρετή και Τρομοκρατία του Ροβεσπιέρου. Ο Ζίζεκ υποστηρίζει ότι η Αριστερά πρέπει να αποδεχτεί το τρομοκρατικό της παρελθόν ως δικό της παρελθόν ασκώντας παράλληλα κριτική σε αυτό. Το καθήκον της σύγχρονης Αριστεράς είναι να επινοήσει εκ νέου τη χειραφετητική τρομοκρατία. Η χειραφετητική τρομοκρατία πρέπει να στηριχθεί σε ένα πρακτικό αντι-ανθρωπισμό (σε αντίθεση με τον Αλτουσέρ που επέμενε σε ένα θεωρητικό αντι-ανθρωπισμό) (Ζίζεκ,2008:22).
    Η επανεφεύρεση της τρομοκρατίας αποτελεί και για τον Μπαντιού απαραίτητο στοιχείο μιας επαναστατικής πολιτικής. Στο βιβλίο Λογικές των κόσμων όπως αναφέρει ο Ζίζεκ, ο Μπαντιού τονίζει ότι η Ιδέα της επαναστατικής δικαιοσύνης, η οποία εντοπίζεται στους Ιακωβίνους, στον Λένιν και το Μάο. αποτελείται από τέσσερα επίπεδα : τον βολονταρισμό, την τρομοκρατία, την εξισωτική δικαιοσύνη και την εμπιστοσύνη στο λαό (Ζίζεκ,2008:57). Η τρομοκρατία αναφέρεται στην "ανηλεή θέληση να συντριβεί ο εχθρός του λαού". Ο όρος ανηλέητη μπορεί να σχετιστεί απόλυτα με την σαδική απάθεια τέλεσης των εγκλημάτων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. Ενδιαφέρον έχει ότι ο Ζίζεκ λέει ότι πρέπει να επινοήσει εκ νέου την χειραφετητική τρομοκρατία αλλά δεν μας δίνει καμία κατεύθυνση σχετικά με το τι εννοεί με αυτό. Το μόνο που δείχνει να αποδέχεται με σιγουριά είναι το στοιχείο της βίας το οποίο θεωρεί απαραίτητο για τον κοινωνικοπολιτικό μετασχηματισμό όπως άλλωστε και ο Μπαντιού.

    ΑπάντησηΔιαγραφή