Σάββατο 14 Απριλίου 2012

Γιατί τα κενά σημαίνοντα έχουν σημασία για την πολιτική;




Ερνέστο Λακλάου

Πηγή : Emancipation(s). London: Verso Books (1995), pp. 36-46.

Η κοινωνική παραγωγή «κενών σημαινόντων».

Ένα κενό σημαίνον είναι ένα σημαίνον χωρίς σημαινόμενο. Αυτός ο ορισμός ωστόσο αποτελεί και την άρθρωση ενός προβλήματος.  Πώς είναι δυνατό ένα σημαίνον να μην είναι συνδεδεμένο με ένα σημαινόμενο και να παραμένει  παρόλα αυτά εσωτερικό μέρος ενός συστήματος σήμανσης;  Ένα κενό σημαίνον θα ήταν μια σειρά από ήχους και  αν ο τελευταίος  διαχωριζόταν από κάθε λειτουργία σήμανσης, ο ίδιος ο όρος σημαίνον θα γινόταν υπερβολικός. Η μόνη πιθανότητα μιας ροής ήχων που έχουν διαχωριστεί από τη λειτουργία σήμανσης και παραμένουν σημαίνοντα, είναι μέσω της υπονόμευσης του σημείου, που η πιθανότητα ενός κενού σημαίνοντος ενέχει, δημιουργώντας κάτι που είναι εσωτερικό στη σήμανση. Ποια είναι αυτή η πιθανότητα;
Μερικές ψευδείς απαντήσεις θα μπορούσαν να απορριφθούν πολύ εύκολα. Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι ένα σημαίνον μπορεί να διαχωριστεί από διάφορα σημαινόμενα σε διαφορετικά πλαίσια. Είναι ξεκάθαρο ότι σε αυτή την περίπτωση το σημαίνον δεν θα ήταν κενό αλλά αμφίσημο: η λειτουργία σε κάθε πλαίσιο θα ήταν πλήρως καθορισμένη. Μια δεύτερη περίπτωση είναι το σημαίνον να μην είναι αμφίσημο αλλά ασαφές:  ο υπερκαθορισμός ή ο υποκαθορισμός των σημαινομένων δεν επιτρέπουν τον πλήρη καθορισμός τους. Αυτή η ροή του σημαίνοντος και πάλι δεν το καθιστά κενό. Παρά το ότι η ροή μας πηγαίνει ένα βήμα μπροστά για να απαντήσουμε στο πρόβλημα οι όροι του  δεν προσεγγίζονται ακόμη. Δεν αντιμετωπίζουμε μια υπερβολή ή ένα έλλειμμα της σήμανσης αλλά την θεωρητική πιθανότητα ενός πράγματος που δείχνει μέσα στη διαδικασία της σήμανσης το όριο του μέσα στο λόγο.
Ένα κενό σημαίνον μπορεί να αναδυθεί μόνον όταν υπάρχει κάποια δομική αδυνατότητα στη σήμανση και μόνο αν αυτή η αδυνατότητα μπορεί να σημάνει τον εαυτό της ως ρήξη (ανατροπή, παραμόρφωση, κτλ) της δομής του σημείου.
Ξέρουμε από τον Σωσσύρ ότι η γλώσσα είναι ένα σύστημα διαφορών και ότι οι γλωσσικές ταυτότητες είναι όλες σχεσιακές και έτσι σε κάθε πράξη σήμανσης εμπλέκεται η ολότητα της γλώσσας. Απαιτείται η ολότητα της γλώσσας, εάν οι διαφορές δεν αποτελούν σύστημα τότε καμιά σήμανση δεν είναι δυνατή. Το πρόβλημα είναι ο καθορισμός των ορίων αυτού του συστήματος. Όταν σκεφτόμαστε τα όρια κάποιου πράγματος, είναι ταυτόσημο με το να σκεφτόμαστε τι είναι πέρα από αυτά τα όρια. Όταν μιλούμε για τα όρια ενός συστήματος σήμανσης είναι ξεκάθαρο ότι αυτά τα όρια δεν μπορούν να σημάνουν τον εαυτό τους αλλά πρέπει να παρουσιαστούν ως ρήξη  ή ως κατάρρευση της διαδικασίας σήμανσης. Έτσι φτάνουμε στο παράδοξο αυτό που συγκροτεί τη δυνατότητα ύπαρξης ενός συστήματος σήμανσης είναι αυτό που συγκροτεί και την αδυνατότητά του – ένα μπλοκάρισμα της συνεχούς διαδικασίας σήμανσης.
Μια πρώτη και κεφαλαιώδης συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι  ότι τα αληθινά όρια δεν μπορούν ποτέ να είναι ουδέτερα όρια, πάντα προϋποθέτουν έναν αποκλεισμό.  Ένα ουδέτερο όριο θα ήταν ουσιωδώς συνεχές με αυτό που είναι στις δυο πλευρές του και οι δύο πλευρές είναι απλά διαφορετικές η μία από την άλλη. Μια σημαίνουσα ολότητα είναι ένα σύνολο διαφορών και αυτό σημαίνει ότι και τα δύο είναι μέρος του ίδιου συστήματος και ότι τα όρια μεταξύ των δύο δεν μπορεί να είναι όριο του συστήματος. Στην περίπτωση του αποκλεισμού έχουμε αντιθέτως αυθεντικά όρια επειδή η αναγνώριση του είναι πέρα από αυτά τα όρια θα ενέπλεκε την αδυνατότητα του τι είναι αυτή η πλευρά του ορίου. Τα αληθινά όρια είναι πάντα ανταγωνιστικά. Η λογική των ορίων αποκλεισμού έχουν συνέπειες και για τις δυο πλευρές των ορίων κάτι που θα μας οδηγήσει ευθέως στην έννοια των κενών σημαινόντων.
 1. Μια πρώτη συνέπεια του ορίου αποκλεισμού είναι ότι εισάγει μια ουσιώδης ισοδυναμία μέσα στο σύστημα των διαφορών που συγκροτούνται από αυτά τα όρια. Από την μια κάθε στοιχείο του συστήματος έχει  ταυτότητα μόνο εφόσον είναι διαφορετικό από τα άλλα: διαφορά= ταυτότητα. Από την άλλη όλες οι διαφορές είναι ισοδύναμες μεταξύ τους εφόσον όλες ανήκουν στην ίδια πλευρά του ορίου αποκλεισμού. Αλλά σε αυτή την περίπτωση η ταυτότητα κάθε στοιχείου είναι εκ συγκροτήσεως διχασμένη: από τη μια κάθε διαφορά εκφράζει τον εαυτό της ως διαφορά. Από την άλλη κάθε μια ακυρώνει τον εαυτό της  με την εισαγωγή της σε μια σχέση ισοδυναμιών με όλες τις άλλες διαφορές του συστήματος. Εφόσον υπάρχει σύστημα μόνο όταν υπάρχει ριζικός αποκλεισμός, αυτός ο διχασμός ή η ισοδυναμία είναι συγκροτητικά όλων των συστημικών ταυτοτήτων. Αν η συστημικότητα ενός συστήματος είναι το άμεσο αποτέλεσμα του ορίου αποκλεισμού είναι επειδή αυτός ο αποκλεισμός  θεμελιώνει το σύστημα ως τέτοιο.  Αυτή η παρατήρηση είναι σημαντική γιατί από αυτή εξάγεται το συμπέρασμα ότι το σύστημα δεν έχει κάποιο θετικό θεμέλιο και δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε κάποιο θετικό σημαινόμενο. Ας υποθέσουμε ότι ένα σύστημα ήταν το αποτέλεσμα όλων των στοιχείων του που μοιράζονταν ένα θετικό χαρακτηριστικό. Σε αυτή την περίπτωση αυτό το θετικό χαρακτηριστικό θα είναι διαφορετικό από άλλα θετικά χαρακτηριστικά. Αλλά ένα σύστημα  που συγκροτήθηκε μέσω του ριζικού αποκλεισμού διακόπτει τη λογική της διαφοράς: αυτό που αποκλείεται από το σύστημα χωρίς να είναι κάτι θετικό είναι απλά η αρχή της θετικότητας- καθαρό είναι- αυτό είναι το σημαίνον της καθαρής ακύρωσης κάθε διαφοράς.

1 σχόλιο:

  1. Τy για το κειμενάκι. Έχει σχέση και με όσα λέγαμε σε προηγούμενα σχόλια για ''γενική θεωρία συστημάτων''.

    ΑπάντησηΔιαγραφή